ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΡΝΑΡΟΥ: Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΛΕΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ(1848-1918)



Λ.Κ. Καρνάρου, Ο Επίσκοπος Ηλείας Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος (1848-1918), Αμαλιάδα : Βιβλιοπανόραμα, 2016, σσ. 80.


                
     ΟΜΙΛΙΑ-ΕΙΣΗΓΗΣΗ π.ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΡΙΣΚΙΠΑΚΗ Θεολόγου-Συγγραφέα

      Από τις εκδόσεις «Βιβλιοπανόραμα» κυκλοφόρησε το νέο μικρό σε μέγεθος, αφού αριθμεί ογδόντα σελίδες, αλλά πολύ σημαντικό σε περιεχόμενο και με πολλή καλαισθησία επιμελημένο πόνημα του αγαπητού φίλου κ. Λεωνίδα Καρνάρου, με το οποίο επιχειρεί για πρώτη φορά να ασχοληθεί με έναν διαφορετικό τομέα της ιστορίας της περιοχής της Ηλείας, που είναι η νεώτερη περίοδος του βίου της εκεί τοπικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό και  φέρει τον τίτλο Ο  ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΛΕΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (1848-1918), πράγμα που σημαίνει ότι ως αντικείμενο έχει την ιστόρηση της προσωπικότητας του πρώτου ποιμενάρχου της αρτισύστατης από το 1899 «επισκοπής Ηλείας», η οποία μετεξελίχθηκε κατόπιν στη σημερινή «Ιερά Μητρόπολη Ηλείας».
      Στην επεξεργασία του θέματός του ο κ. Καρνάρος ακολουθεί σχεδόν την ίδια πορεία και μέθοδο με τα λοιπά έργα του, δηλαδή τη συλλογή και παράθεση κυρίως του πηγαίου υλικού, στηριζόμενος στην παρούσα του προσπάθεια σχεδόν αποκλειστικά στον τοπικό τύπο των Πατρών και του Πύργου, χωρίς να έχει πρόθεση να εξαντλήσει ολόκληρη τη βιβλιογραφία, την οποία όμως γνωρίζει και χρησιμοποιεί κατά περίπτωση, είτε μέσα στο κείμενο είτε σε υποσημειώσεις. Για να υποστηρίξει μάλιστα καλύτερα το κείμενό του δημοσιεύει πολύ χρήσιμες φωτογραφίες, έγγραφα, και άλλο εικονογραφικό υλικό [σ. 16, 19, 20, 22, 52, 55, 58, 62, 65, 68, 73 και 75].     
       Ως κριτήριο της έρευνάς του για τον Δαμασκηνό θέτει την προσέγγιση του βιογραφούμενου ιεράρχου, όπως σημειώνει, «όσο γίνεται πιο ουδέτερα, χωρίς διάθεση αγιογραφίας, αλλά και χωρίς αρνητική προκατάληψη» [Οπισθόφυλλο]. Θα πρέπει να παρατηρηθεί επίσης, ότι στο έργο δεν επιχειρείται η εξαντλητική ενασχόληση, η ενδελεχής εξέταση, η λεπτομερής αξιολόγηση και επιστημονική αποτίμηση του βίου και του έργου του επισκόπου Ηλείας, αλλά κυρίως η αδρομερής σκιαγράφηση της πολυσχιδούς και πολυτάλαντης προσωπικότητας του, με επιμονή στα τελευταία γεγονότα του βίου του, στηριζόμενος γι’ αυτό στην παράθεση και το σχολιασμό του υλικού που ο ιστοριοδίφης συγγραφέας έχει συλλέξει από τις πηγές του, με σκοπό, όπως σημειώνει,  να τον ανασύρει από την αφάνεια και «να αναστήσει τη μνήμη του» [σ. 12], καθώς όπως πιστεύει «η ενός αιώνα σιωπή γύρω από το πρόσωπο του αοιδίμου ιεράρχη  […πρέπει…] κάποτε να λάβει τέλος» [Οπισθόφυλλο], ευελπιστώντας η μελέτη του ν’ αποτελέσει γι’ αυτό το εφαλτήριο.
        Το έργο αφιερώνεται από το συγγραφέα στο σημερινό διάδοχο του Δαμασκηνού, Σεβ. Μητροπολίτη Ηλείας κ. Γερμανό, ο οποίος και το προλογίζει, παρατηρώντας ορθά ότι με αυτό ο κ. Καρνάρος «γίνεται αιτία αυτογνωσίας και διδασκαλίας των συμπατριωτών του, αλλά συγχρόνως, τιμώντας τα ιστορικά πρόσωπα, τιμά και τον ίδιον του τον εαυτόν» [σ. 7], ενώ στη συνέχεια παρατίθεται και το προλογικό σημείωμα του Γέροντος Μαξίμου του Ιβηρίτου, όπου σημειώνεται με έμφαση ότι το έργο του κ. Καρνάρου «αποσκοπεί εις την απόδοσιν τιμής και εξόφλησιν χρέους προς έναν δεδιωγμένον ιεράρχην» [σ. 9].
       Των προλογικών σημειωμάτων ακολουθεί πολύ σύντομη εισαγωγή, ή μάλλον καλύτερα ένα βραχύ εισαγωγικό σημείωμα, όπου ο αναγνώστης εισάγεται στο θέμα του βιβλίου και ενημερώνεται για το σκοπό της συγγραφής του, ενώ στο τέλος εκφράζονται ευγενώς και οι ευχαριστίες του συγγραφέα προς όλους εκείνους που συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση της προσπάθειάς του.
      Το θέμα του ο κ. Καρνάρος επεξεργάζεται σε οκτώ συνολικά ιστορικές ενότητες εν είδει κεφαλαίων, που αποτελούν και τον κύριο κορμό του βιβλίου. Οι ενότητες αριθμούνται με ελληνικούς αριθμούς και καθεμιά φέρει δικό της τίτλο, καθώς εξετάζει συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ζωής του ή επιμέρους πρόσωπα που συνδέθηκαν με τον μακαριστό Δαμασκηνό.
      Η πρώτη ενότητα – κεφάλαιο επιγράφεται ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ [σ. 13-16] και αναφέρεται κυρίως στην κοινή ιστορία της τοπικής Εκκλησίας στην Ηλεία με αυτήν της περιοχής των Πατρών υπό τον τίτλο αρχικά της «Επισκοπής Αχαΐας» και κατόπιν της «Αρχιεπισκοπής Πατρών και Ηλείας». Ουσιαστικά δηλαδή και αυτή η ενότητα έχει εισαγωγικό χαρακτήρα, αφού επιχειρεί τον εκκλησιαστικοϊστορικό προσανατολισμό του αναγνώστη αναφορικά με τον χώρο στον οποίο κλήθηκε να δραστηριοποιηθεί ποιμαντικά το εξεταζόμενο στο έργο πρόσωπο, ξεκινώντας από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι και την εκλογή του Δαμασκηνού το 1901 στον επισκοπικό θρόνο της Ηλείας.
        Με τη δεύτερη ενότητα εισέρχεται πλέον ο κ. Καρνάρος στην εξέταση του βίου του Δαμασκηνού ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟ [σ. 17-20], δηλαδή από το 1848 μέχρι και το 1901. Επειδή όμως καθώς φαίνεται τον ενδιαφέρει κυρίως να αποτιμήσει την περίοδο εκείνη του βίου του μακαριστού ιεράρχου ως επισκόπου Ηλείας, δεν εξετάζει λεπτομερώς τα γεγονότα της περιόδου αυτής, αλλ’ αναφέρεται συνοπτικότατα σ’ αυτά προκειμένου να μεταβεί ομαλά στα γεγονότα της εκλογής, της χειροτονίας και της ενθρονίσεως. 
       Από την περίοδο αυτή του βίου του Δαμασκηνού, δύο είναι νομίζουμε οι σημαντικοί σταθμοί που απέβησαν τα εφαλτήρια για τη διαγραφή της μετέπειτα λαμπρής πορείας του, αλλά και του άδοξου και αναπάντεχου τέλους της ποιμαντορίας του και αυτής της ζωής του. Ό πρώτος από αυτούς είναι η προσέλευση, εγκαταβίωση και παραμονή του στην περιώνυμη εκείνη την περίοδο Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας, και ο δεύτερος οι εξαιρετικές σπουδές του στη Γερμανία, καθώς και ο στενός δεσμός που ανέπτυξε με πολλά σημαντικά πρόσωπα εκεί κατά την εικοσαετή εφημεριακή διακονία του στο Μόναχο και τη Βιέννη. Η Μονή Ταξιαρχών και η Γερμανία του προετοίμασαν μεν το δρόμο για την επιστημονική και εκκλησιαστική του ανέλιξη, η στενή σχέση που καλλιέργησε όμως με το γερμανικό περιβάλλον ίσως να στάθηκε η κύρια αιτία της απομακρύνσεώς του από το θρόνο της Ηλείας, με οδυνηρή συνέπεια το θάνατό του λίγο αργότερα.
         Αναφορικά επίσης με τη Μονή Ταξιαρχών θα πρέπει να σημειωθεί απαραιτήτως στο σημείο αυτό, και με αφορμή την εξέταση του βίου του μακαριστού Δαμασκηνού, η μοναδικά σπουδαία συμβολή της στα θεολογικά γράμματα και γενικότερα στην παιδεία της πατρίδας μας μετά την Επανάσταση, καθώς είναι βέβαιο ότι ο αοίδιμος ιεράρχης προσήλθε στη Μονή εξαιτίας της φήμης της ως σπουδαίου παιδευτικού κέντρου και φυτωρίου εκκλησιαστικών στελεχών, όπως έχουν δείξει σημαντικές μελέτες, μεταξύ των οποίων κι εκείνες του Ηλείου στην καταγωγή καθηγητού κ. Παναγιώτου Παπαθεοδώρου, ο οποίος μάλιστα ευτύχησε να διδάξει στο Γυμνάσιο της Μονής κατά τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του. Ο Δαμασκηνός οφείλει νομίζουμε αποκλειστικά το «εύ ζήν» στη Μονή Ταξιαρχών, γι’ αυτό και θα πρέπει να συναριθμιστεί στη μακρά σειρά των σπουδαίων και επιφανών εκείνων λογίων ιεραρχών και κληρικών της περιόδου της ακμής της Μονής, μελών της αδελφότητάς της, οι οποίοι ωφέλησαν πολλαπλώς, όπου και αν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τόσο την Εκκλησία, όσο και την πατρίδα. Ωστόσο όμως, είναι απογοητευτικό το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί προσπάθεια για τη σύνθεση της απαραίτητης συνολικής εκείνης μελέτης, η οποία θα αποτυπώνει με εγκυρότητα και πληρότητα την πνευματική ακτινοβολία και προσφορά της Μονής τόσο πριν, όσο και κυρίως μετά την εθνική παλιγγενεσία[1].
      Η τρίτη ενότητα του βιβλίου είναι αφιερωμένη από τον κ. Καρνάρο, όπως επιγράφεται, στα γεγονότα της ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΘΡΟΝΙΣΗΣ [σ. 21-34] του επισκόπου πλέον Δαμασκηνού ως πρώτου ποιμενάρχου της επισκοπής Ηλείας, για την παράθεση των οποίων στηρίζεται αποκλειστικά στα σχετικά φύλλα της εφημερίδος της κυβερνήσεως του τότε Βασιλείου της Ελλάδος, και κυρίως στις πληροφορίες για τα γεγονότα όπως αποτυπώθηκαν στις στήλες της εφημερίδας «Νεολόγος» των Πατρών, παραθέτοντας, χωρίς όμως να κουράζει, αυτούσια μακροσκελή αποσπάσματα από τις στήλες της, καθώς επιθυμεί να προσφέρει με αμεσότητα μια όσο το δυνατό πιο ζωντανή εικόνα των γεγονότων, αλλά και να αποτυπώσει, στο βαθμό που η δημοσιογραφική πέννα τα έχει συλλάβει, τα συναισθήματα του λαού της Ηλείας για το ευτυχές και πολυσήμαντο γεγονός της ενθρονίσεως του πρώτου επισκόπου του έπειτα από πολλές δεκαετίες. Έτσι, αναφέρεται λεπτομερέστερα κυρίως στα περιστατικά της υποδοχής του νέου ιεράρχου στην Αμαλιάδα και ιδιαιτέρως στον Πύργο, του οποίου «εγκάρδιος, σεμνή και επιβάλλουσα υπήρξεν […] η υποδοχή εκ μέρους του λαού» [σ. 28], παραθέτοντας μάλιστα αυτούσιο από την εφημερίδα μεγάλο μέρος από τον πολύ σημαντικό ενθρονιστήριο λόγο του Δαμασκηνού, στον οποίο ο νέος ιεράρχης αναλύει τις βασικές πτυχές της επικείμενης ποιμαντορίας του [σ. 29-31].
       Προκειμένου μάλιστα ο κ. Καρνάρος να σκιαγραφήσει πιστότερα την προσωπικότητα του νέου επισκόπου και να αναδείξει τα πολλαπλά χαρίσματα που τον κοσμούσαν, δανείζεται κείμενα «αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων», μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αθανάσιος Δουροϊωάννης, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι θα αισθάνεται «ευτυχής και ευδαίμων η ημετέρα κοινωνία, ης οι πολίται μετ’ ού πολύ θα τύχωσι τοιούτων σωτηρίων διδαγμάτων της θρησκευτικής και πνευματικής αγωγής παρά του ημετέρου ιερολόγου ιεράρχου» [σ. 25], αποτυπώνοντας ανάγλυφα τις χρηστές ελπίδες που έτρεφε ο ηλειακός λαός για το νέο του ποιμενάρχη, και οπωσδήποτε όπως φαίνεται δεν διαψεύστηκε. Και αυτό διότι ο κ. Καρνάρος, δεν περιορίζεται, στην υπό παρουσίαση ενότητα, μόνο στα γεγονότα της ελεύσεως και καταστάσεως του επισκόπου, αλλά παραθέτει ελάχιστα μεν, χαρακτηριστικά όμως της ποιότητας και της αξίας του ποιμαντικού έργου του Δαμασκηνού,  στοιχεία για τη δραστηριότητά του, όπως η πολύπλευρη κοινωφελής δράση και τα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγ. Νικολάου στον Πύργο [σ. 32-34]. Αξίζει μάλιστα στο σημείο αυτό να παρατεθεί και η επ’ αυτού άποψη του διαδόχου του Μητροπολίτου Αντωνίου Πολίτη, κατά τον οποίο «η μεγάλη του μόρφωσις, η βαθεία του ευσέβεια, η πραότης του ήθους του, η ευγένεια των τρόπων του και η ελεήμων αυτού διάθεσις κατέστησαν […] αγαπητότατον» [σ. 59] το Δαμασκηνό στο ποίμνιό του.
              Στην τέταρτη ενότητα ο κ. Καρνάρος ασχολείται με το ακανθοδέστερο από τα ζητήματα του βίου του ιεράρχου  όπως είναι το «ΑΝΑΘΕΜΑ» ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ [σ. 35-52], παραθέτοντας τα γεγονότα των ετών 1916 και 1917 στα οποία έλαβε μέρος, κάτι που του κόστισε το επισκοπικό του θρόνο. Θα πρέπει να παρατηρηθεί στο σημείο αυτό ότι η εν λόγω ενότητα είναι η μεγαλύτερη σε έκταση του βιβλίου, γεγονός που αποτυπώνει νομίζουμε την πρόθεση του συγγραφέα να παρουσιάσει τα γεγονότα λεπτομερέστερα και να τοποθετήσει σ’ αυτά το Δαμασκηνό, ώστε να φωτίσει περισσότερο την έκταση της ανάμειξής του και να ανιχνεύσει το ενδεχόμενο μέρος της ευθύνης του. Τα πολιτικά γεγονότα σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης για το ανάθεμα στην περιοχή της Ηλείας παραθέτει ο κ. Καρνάρος στηριζόμενος κυρίως στις πληροφορίες της εφημερίδας «Πατρίς» του Πύργου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αναφορικά με την ανάμειξη του Δαμασκηνού, ότι συγκατατέθηκε σ’ αυτό επηρεασμένος από τα ζοφερά πολιτικά γεγονότα και πειθαρχώντας στην απόφαση της Συνόδου[2], δικαιολογώντας εμμέσως πλην σαφώς την στάση του επισκόπου. Στην όλη στάση του Δαμασκηνού υπέρ του αναθέματος, όμως, νομίζουμε ότι ίσως έπαιξε σημαντικό ρόλο ο συναισθηματικός του δεσμός με το γερμανόφωνο χώρο από τη θητεία του ως κληρικού, αλλά και η συνεπεία αυτού προαγωγή του σε επίσκοπο με τη συνδρομή του βασιλικού περιβάλλοντος[3], δεδομένης μάλιστα και της γερμανικής καταγωγής του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, σφοδρού αντιπάλου του Βενιζέλου. Αυτό βέβαια είναι ένα ζήτημα που μόνο ως υπόθεση εργασίας μπορεί να εκληφθεί και οπωσδήποτε απαιτεί ενδελεχή έρευνα.
        Οι τραγικές συνέπειες της στάσης υπέρ του αναθέματος του επισκόπου Ηλείας εξετάζονται από τον κ. Καρνάρο στην πέμπτη ενότητα του βιβλίου με τίτλο Η ΕΚΘΡΟΝΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ [σ. 53-58], καθώς αυτή του η ενέργεια είχε κυριολεκτικά ολέθρια αποτελέσματα τόσο για την εκκλησιαστική του σταδιοδρομία, όσο και για την ίδια του τη ζωή, αφού το Σεπτέμβριο του 1917 εκθρονίστηκε και τέθηκε σε τριετή αργία από το «Ανώτατο Συνοδικό Δικαστήριο»[4] που όρισε το νέο καθεστώς[5], ενώ έπειτα από εννέα μήνες περίπου, στα τέλη Ιουλίου του 1918, πέθανε και κηδεύθηκε στην Αθήνα, γεγονός που ο συγγραφέας παραθέτει, αναδημοσιεύοντας τη σχετική είδηση από την εφημερίδα «Εμπρός» των Αθηνών. 
       Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι τα τελευταία γεγονότα της ζωής του μακαριστού Δαμασκηνού θέτουν επιτακτικά για μια ακόμη φορά το σοβαρότατο ζήτημα των διαχρονικών επεμβάσεων της Πολιτείας στις αποφάσεις της Εκκλησίας και γενικά στα εκκλησιαστικά πράγματα στην πατρίδα μας μετά το 1833, καθώς τόσο οι πολιτικές παρεμβάσεις των φιλοβασιλικών για το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου από την Σύνοδο, όσο και οι πολιτικές παρεμβάσεις των βενιζελικών κατόπιν για τον τρόπο κανονικής μεταχείρισης των ιεραρχών που έλαβαν μέρος στο ανάθεμα το 1916, αποτελούν κραυγαλέες μορφές στυγνής εφαρμογής της πολιτειοκρατίας (καισαροπαπισμού), καθώς συνιστούν ευθεία προσπάθεια ποδηγέτησης της Εκκλησίας και επιρροή ουσιαστική στη λήψη των αποφάσεων από τα συνοδικά της όργανα προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι εκάστοτε πολιτικές επιδιώξεις, οι οποίες προσκρούουν ευθέως στη διδασκαλία της, και μάλιστα, δυστυχώς, με την σύμπραξη κάθε φορά αριθμού ιεραρχών φίλα προσκείμενων στους εκάστοτε κρατούντες, βασιλόφρονες ή βενιζελικούς. Στην περίπτωση μάλιστα του αναθέματος κατά του Βενιζέλου και της αντιμετώπισής του, παρατηρήθηκε το εξής παράδοξο και συνάμα θλιβερό φαινόμενο : μια αντικανονική και αντιεκκλησιαστική ενέργεια όπως ήταν το ανάθεμα[6], να καταβληθεί προσπάθεια να θεραπευθεί από μια εξίσου αντικανονική και αντιεκκλησιαστική ενέργεια, όπως ήταν η καταδίκη των ιεραρχών από αντικανονικό όργανο διορισμένο από την επαναστατική κυβέρνηση, κάτι που κόστισε τελικά τη ζωή στο μακαριστό Δαμασκηνό.
          Όμως, όπως υποστηρίζει ο κ. Καρνάρος, ο ιεράρχης δεν αναπαύθηκε ούτε μετά θάνατον, αλλά οι δοκιμασίες του συνεχίστηκαν, θεωρώντας γι’ αυτό ουσιαστικό υπεύθυνο των βενιζελικών φρονημάτων διάδοχό του μητροπολίτη  Αντώνιο Πολίτη. Έτσι στην έκτη ενότητα που επιγράφεται ως ΟΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ [σ. 59-73], δίνεται έμφαση κυρίως στην τεχνηέντως ματαιωθείσα από το μητροπολίτη Αντώνιο ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του αοιδίμου ιεράρχου το 1932 στον Πύργο, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε επιθυμία των πνευματικών του παιδιών και απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λετρίνων [σ. 60-61]. Προκειμένου μάλιστα να θεμελιώσει  καλύτερα τις εχθρικές προς το πρόσωπο του Δαμασκηνού διαθέσεις του διαδόχου του Αντωνίου[7], αλλά και να καταδείξει πληρέστερα τα αποτελέσματα του έργου  του Δαμασκηνού στην Ηλεία ο κ. Καρνάρος αφιερώνει την έβδομη και τελευταία ενότητα του έργου στα πνευματικά του τέκνα, τους αρχιμανδρίτες ΠΡΟΚΟΠΙΟ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΔΑΝΙΗΛ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟ [σ. 63-73], παραθέτοντας από την εφημερίδα «Πατρίς» του Πύργου εκτενή δημοσιεύματα για τις σπουδαίες αυτές εκκλησιαστικές προσωπικότητες της Ηλείας και την προσφορά τους, αναφερόμενος επίσης στην περιπέτεια του μητροπολίτη Αντωνίου το 1935, κατά την οποία ανατέθηκε η τοποτηρητεία της μητροπόλεως στον Αρχιμ. Δανιήλ Παναγόπουλο, αλλά και στο μυστικό μνημόσυνο για το Δαμασκηνό το 1937, όπως  και στις διώξεις των δύο κληρικών από τον μητροπολίτη Αντώνιο, καθώς και την αντίδραση σ’ αυτή το 1938 του Δανιήλ Παναγοπούλου.
         Η όγδοη κατά σειρά ενότητα τιτλοφορείται ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ [σ. 74-75] και αποτελεί ουσιαστικά τον επίλογο του βιβλίου του κ. Καρνάρου, όπου επιχειρεί μια σύνοψη των στοιχείων του και έναν συνολικό θετικό χαρακτηρισμό για τον αοίδιμο ιεράρχη, με την ευχή να συνεχίσουν το έργο της αναδείξεως του προσώπου και του έργου του νέοι ερευνητές. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την παράθεση της ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ [σ. 76-77] και των ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ [σ. 79].
      Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του πονήματος του κ. Καρνάρου για τον «πράο, ειρηνοποιό, ανεξίκακο, ιεροπρεπέστατο, φιλάνθρωπο και ελεήμονα» επίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος «απετέλει αληθές σέμνωμα της Εκκλησίας, σπάνιον υπόδειγμα εναρέτου και φιλοχρίστου κληρικού ιεράρχου, εμποτισμένου με τας ηθικάς και πνευματικάς ιδιότητας, αίτινες διέκρινον πάντας τους αγνούς, τους σεμνούς, τους φιλοπάτριδας λευίτας» [σ. 56], είναι απαραίτητο να ευχαριστήσουμε θερμά τον φιλόπονο συγγραφέα για τον κόπο, να τονίσουμε την ανάγκη να μελετηθεί το βιβλίο με προσοχή από τον καθένα μας, αλλά και να ευχηθούμε από καρδιάς μαζί με τον αγαπητό μας Λεωνίδα, να εμφανιστούν και άλλες μελέτες που θα φωτίσουν πλήρως την πολυτάλαντη προσωπικότητα του πολιού ιεράρχου, ένα έργο στο οποίο έχει συμβάλλει ουσιαστικά με τις έρευνες και τις δημοσιεύσεις του ο φίλτατος αδελφός π. Δαμασκηνός Πετράκος.

                                                                               π. Ευάγγελος Κ. Πριγκιπάκης



[1] Είναι χαρακτηριστικό της ακμής της Μονής, ότι το 1833 η αδελφότητά της αριθμούσε 74 πρόσωπα. Οι πεπαιδευμένοι από τους αδελφούς της Μονής εφημέρευαν στο Αίγιο και τα χωριά της περιοχής, αλλά εργάζονταν παράλληλα και ως δάσκαλοι, συμβολαιογράφοι και δικολάβοι. Το 1837, με πρωτοβουλία του ηγουμένου Μαλετίου Ροβήτου ιδρύθηκε «Ελληνικόν Σχολείον» στη Μονή, όπου δίδαξαν κατά κύριο λόγο μέλη της μοναστικής αδελφότητας, αλλά και λαϊκοί. Από το σχολείο της Μονής αποφοίτησαν πολλά και ικανά στελέχη που επάνδρωσαν εκκλησιαστικές αλλά και δημόσιες θέσεις. Τέλος, το 1880 ιδρύθηκε το Γυμνάσιο της Μονής, το οποίο λειτούργηε σε πρώτη φάση μέχρι το 1926.  

[2] Είναι γεγονός ότι οι μητροπολίτες της λεγόμενης «Παλαιάς Ελλάδας» υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο, συντάχθηκαν με το βασιλιά Κωνσταντίνο, ενώ οι μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» με τον Βενιζέλο. Έτσι, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο Δαμασκηνός ως μέλος της Ι. Συνόδου και πιεζόμενος όχι μόνον από την απόφαση που έλαβαν, αλλά και από τη γενικότερη άθλια κατάσταση του ποιμνίου του, έδωσε εντολή για να γίνει και στην Επισκοπή του το Ανάθεμα [σ. 38], ενώ συμπερασματικά υπογραμμίζει ότι η μεν πολιτική απόφαση για το Ανάθεμα είχε παρθεί από την πρωτεύουσα όπου τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα έπειτα και από την απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στον Πειραιά και τις επακολουθήσασες μάχες, αλλά και από τις κατά τόπους οργανώσεις των Επιστράτων αλλά και των Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων και του ισχυρού Συνδέσμου των Επιστράτων. Η δε εκκλησιαστική απόφαση ήταν από την Ιερά Σύνοδο όπου πρωτοστάτησε ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος και ένας εκ των συνοδικών ήταν και ο Δαμασκηνός. «Το ότι συμμετείχε στο Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου «δυσαρεστήσας ούτω μέγα μέρος του ποιμνίου του» […], είναι μια άποψη που ασπάζεται και έχει επιβάλλει μέχρι σήμερα η βενιζελική παράταξη και οι διάδοχοί της» [σ. 51].
[3] Αποτελεί ιστορική βεβαιότητα ότι οι εκλεγόμενοι στους κενούς θρόνους των εκκλησιαστικών επαρχιών του Βασιλείου, έπρεπε να τυγχάνουν της εγκρίσεως της κυβερνήσεως και του βασιλιά. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Δαμασκηνού, καθώς η σύνοδος  τον έκρινε «κοινή ψήφω […], ίνα εγκρίσει βασιλική εγκαταστίση αυτόν εν αυτή», δηλαδή στην επισκοπή Ηλείας [Εγκύκλιος, έκδ. Δ. Πετράκου, Ηλειακή Πρωτοχρονιά – Ηλειακό Πανόραμα 17 (2017), σ. 392], κάτι που και ο ίδιος αποδέχεται και τονίζει ως εξής : «Αναδειχθείς ψήφω της Ιεράς ημών Συνόδου, Θεόθεν οδηγηθείσης, συστάσει της Σεβαστής Κυβερνήσεως και επινεύσει του σεπτού ημών Άνακτος Επίσκοπος» [Εγκύκλιος, έκδ. Δ. Πετράκου, Ηλειακή Πρωτοχρονιά – Ηλειακό Πανόραμα 17 (2017), σ. 393].
[4]  Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της η κυβέρνηση Βενιζέλου εξέδωσε Νομοθετικό Διάταγμα «Περί Τροποποιήσεως του Καταστατικού της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος», με το οποίο έπαυε από τα καθήκοντά τους και τα πέντε μέλη της Συνόδου που αποφάσισαν το Ανάθεμα και όριζε άλλα. Οι απομακρυνθέντες επίσκοποι κλείστηκαν σε μονές με πρώτο τον μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και οι επισκοπές τους χαρακτηρίστηκαν σχολάζουσες. Η Σύνοδος που συγκροτήθηκε μετά την απομάκρυνση των αντιβενιζελικών ονομάσθηκε «αριστίνδην» κατά μέλη της διορίστηκαν από την κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί μάλιστα συζήτηση για τα ληπτέα μέτρα με τον Υπουργό Εκκλησιαστικών Δ. Γ. Δίγκα που είχε ανεβεί στην Θεσσαλονίκη γι’ αυτό. Είχε βέβαια τους λόγους του διότι η «αριστίνδην» Σύνοδος αποτελούνταν από μέλη προσκείμενα στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Η διορισμένη Σύνοδος πρότεινε την σύσταση του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), που συστάθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα της 11 Ιουνίου 1917 και επικύρωσε ο Ν. 792/31.8.1917. Ήταν αυτό που δίκασε τους εξής επισκόπους : ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος και οι επίσκοποι Λαρίσης Αρσένιος, Ηλείας Δαμασκηνός, Φωκίδος Αμβρόσιος, Κεφαλληνίας Δαμασκηνός, Θηβών Συνέσιος, Μονεμβασίας και Σπάρτης Γερμανός, Γυθείου Διονύσιος, Κορινθίας Βαρθολομαίος, Πατρών Αντώνιος, Μαντινείας Γερμανός, Τριφυλίας Γαβριήλ, Μεσσηνίας Μελέτιος, Καλαβρύτων Τιμόθεος, Δημητριάδος Γερμανός, Ναυπακτίας Αμβρόσιος, Άρτας Σπυρίδων, Αργολίδος Αθανάσιος, Τρίκκης Πολύκαρπος, Λευκάδος Δανιήλ, Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Καστορίας Ιωακείμ, Μηθύμνης Βασίλειος, Τρωάδος Νεόφυτος, Κορυτσάς Γερμανός, Παραμυθίας Νεόφυτος, Νικοκόπολεως και Πρεβέζης Ιωακείμ, Κρήτης Ευμένιος, Ύδρας και Σπετσών Προκόπιος, Παροναξίας Ιερόθεος, και Ιωαννίνων Σπυρίδων. Από αυτούς ο Θεόκλητος τήρησε σκληρή στάση απέναντι στο ΑΕΔ, οι Ηλείας και Λαρίσης δικάστηκαν ερήμην, οι Φωκίδος και Κεφαλληνίας ήσαν διαλλακτικοί, ο Δημητριάδος Γερμανός δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μετάσχει στο Ανάθεμα, οι Τρίκκης Πολύκαρπος, Νικοπόλεως και Πρεβέζης Ιωακείμ και ο Παραμυθίας Νεόφυτος αθωώθηκαν. Παρών αρχικά στις συνεδριάσεις του Α.Ε.Δ. ήταν ο Βασιλικός Επίτροπος Μιχ. Γαλανός, που τον Αύγουστο του 1917 παύθηκε από τον Βενιζέλο, διότι υπέγραψε το Ανάθεμα και αντικαταστάθηκε από τον Αμίλκα Αλιβιζάτο. Στις 26 Φεβρουαρίου 1918 η κυβέρνηση Βενιζέλου έθεσε θέμα πλήρωσης του μητροπολιτικού θρόνου Αθηνών. Οι Συνοδικοί πρότειναν ως υποψηφίους τον Αρχιμ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον Κιτίου Μελέτιο Μεταξάκη και τον μοναχό Ιάκωβο Βατοπεδινό, αντιπρόσωπο, τότε, της Ιεράς Κοινότητος του Αγ. Όρους στην Μόσχα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προέκρινε με πολιτειοκρατικά κριτήρια τον Μελέτιο Μεταξάκη, μολονότι είχε πλειονοψηφήσει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Ασφαλώς απογοητευμένοι ήσαν δύο της «αριστίνδην» Συνόδου, που έδωσαν αγώνες για την επικράτηση του Βενιζέλου και αυτοί ήσαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιος και ο Πέτρας Τίτος. Αλλά φαίνεται στην σκέψη του Βενιζέλου είχε εδραιωθεί η εκλογή του Μελετίου, τον οποίο ακόμη ευρισκομένου του Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη ο συνεργάτης του Ανδρέας Μιχαλακόπουλος σε υπόμνημά του προς τον Κρήτα πολιτικό είχε χαρακτηρίσει «Βενιζέλο» της Εκκλησίας. Ο Μεταξάκης γνώριζε πολύ καλά τα της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά ήταν κατά κάποιον τρόπο δέσμιος από τις πιέσεις θεσμικών και εξωθεσμικών παραγόντων για την δίωξη αντιβενιζελικών Ιεραρχών. Κύριο ρόλο σ’ αυτές τις κινήσεις είχε η «Πατριωτική Ένωσις», που ίδρυσαν οπαδοί του Βενιζέλου και που παρενέβαιναν και στα εσωτερικά της Εκκλησίας.. Βέβαια το 1919 τα πράγματα είχαν αποκρυσταλλωθεί και στον χώρο της Εκκλησίας, καθώς στην Αθήνα υπήρχε ο φιλοβενιζελικός μητροπολίτης Μελέτιος, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις εκείνων των Ιεραρχών που προσπαθούσαν να αποκατασταθούν στις επισκοπές τους δείχνοντας αφοσίωση στην βενιζελική κυβέρνηση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
[5] Όπως παρατηρείται πολύ σωστά «με αυτό δεν επιβεβαιώνεται ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός του Ελ. Βενιζέλου, αλλά, ατυχώς, υιοθετείται μία πολιτειοκρατική λογική στην τυπολογία των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας» [Γ.Ι. Ανδρουτσόπουλου, «Η εμπλοκή της Εκκλησίας στο ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου : 100 χερόνια μετά», στον ιστότοποhttp://anastasiosk.blogspot.gr/2017/01/100.html (ανακτήθηκε στις 20/01/2017)].
[6] Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι από πλευράς εκκλησιαστικοθεολογικής, δεν επιτρέπεται καμία και για κανένα λόγο ανάμειξη της εκκλησιαστικής ηγεσίας σε ακραιφνώς πολιτικά ζητήματα. Γι’ αυτό και κατά την άποψή μας, η ορθότερη στάση θα ήταν η αποχή από οποιαδήποτε ενέργεια του μακαριστού Δαμασκηνού, ακόμη και αν αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απειθαρχία σε συνοδική απόφαση ή και ως αντίθεση με επιθυμία ακόμη και της πλειοψηφίας του λαού.
[7]  Ο μητροπολίτης Αντώνιος, κατά τον τοπικό τύπο, συνετέλεσε ώστε «[…] τα μαρτύρια του σεπτού Ιεράρχου εξηκολούθησαν και πέραν της ζωής.
- Απηγορεύθη να του αποδοθούν τιμαί καίτοι είχε τιμηθή διά πολλών παρασήμων ελληνικών και ξένων, Ρωσίας, Γερμανίας και Αυστρίας.
- Απηγορεύθη να τελεσθούν μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του.
- Απηγορεύθη εις ιερείς να τον μνημονεύουν εις τους ναούς και
- Απηγορεύθη εις τας εφημερίδας να γράψουν περί της μνήμης του» [σ. 57].



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου