Το γερμανικό μοντέλο της „Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς“



4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Οικονομικής από 23-24 Νοεμβρίου 2015
                                                                   στο
                                         ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (ΒΟΛΟΣ)
                                          ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
                                                                  Θέμα
                                            ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Δρ. Σπύρος Παρασκευόπουλος,
Ομότιμος Καθηγητής της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λειψίας,
Από 1991 μέχρι και το 2007 Καθηγητής της Μακροοικονομικής και Διευθυντής
του Ινστιτούτου της Θεωρητικής Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Λειψίας
e-Mail: paraske@wifa.uni-leipzig.de
                                                                                                                   Κολωνία, 05.11.2015

Το γερμανικό μοντέλο της „Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς“

Περιεχόμενα

1.     Εισαγωγή στο θέμα

2.     Οι γενικές θεωρητικές βάσεις του συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς
2.1   H αρχή του Ανταγωνισμού,
2.2   H αρχή της Ατομικής Ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής,
2.3   H αρχή του σταθερού Νομισματικού Συστήματος,
2.4   H αρχή των Ανοικτών Αγορών στη προσφορά και στη ζήτηση αγαθών,
2.5   H αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων,
2.6   H αρχή της Υπευθυνότητας (της προσωπικής Ευθύνης των διαχειριστών)
2.7   H αρχή Σταθερότητας της Οικονομικής Πολιτικής.

3.     Το Οικονομικό Σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς με κοινωνικό Πρόσωπο
        (Soziale Marktwirtschaft)
3.1    Η ύπαρξη του προβλήματος των μονοπωλίων
3.2    Η συνεχή ύπαρξη εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων
3.3    H αδυναμία υπολογισμού της αξίας των μη οικονομικών (ελεύθερων) αγαθών,
         π.χ. των περιβαλλοντικών αγαθών
3.4   Η ανώμαλη συμπεριφορά των εργαζομένων στην αγορά προσφοράς εργασίας

4.    Συμπεράσματα

1. Εισαγωγή στο θέμα

Η ιδέα πραγματοποίησης ενός Οικονομικού και συγχρόνως Κοινωνικού Συστήματος μέσα στα πλαίσια της „Ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς“ η λεγόμενη Soziale Μarktwirtschaft είναι μεν γερμανική αλλά είναι και συγχρόνως προϊόν της Ευρωπαϊκής Κουλτούρας και προέρχεται λίγο ή πολύ από τις εξής σκέψεις.
Σε δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες με οικονομικά συστήματα της ελεύθερης αγοράς, οι γενικοί στόχοι της πολιτικής και ειδικότερα της οικονομικής πολιτικής είναι υποκειμενικές αξιολογήσεις που συνήθως προέρχονται από φυσικές (έμφυτες) ή / και από πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες είναι από την κοινωνία γενικά αποδεκτές αξίες.
Στα πλαίσια του ευρωπαϊκού πολιτισμού οι γενικοί στόχοι (αξίες) που επιδιώκονται είναι:
η ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
η ελευθερία,
η δικαιοσύνη,
η κοινωνική ασφάλεια,
η οικονομική πρόοδος,
η ευημερία κ.α.
Οικονομική διάσταση λαμβάνουν οι γενικοί αυτοί στόχοι, όταν γίνονται αφετηρία αφενός μεν για την επινόηση και εφαρμογή οικονομικών θεσμών και οικονομικών συστημάτων και αφετέρου για τη διατύπωση ειδικών οικονομικών στόχων.
Στους ειδικούς στόχους ανήκουν όλοι αυτοί, που προέρχονται από τους προαναφερθέντες γενικούς στόχους (δηλαδή από τις θεμελιώδης αξίες) και έχουν άμεση οικονομική διάσταση. Τέτοιοι στόχοι είναι:
(1)  η βέλτιστη κατανομή των μέσων παραγωγής και γενικά όλων των
      αγαθών εντός μίας Οικονομίας (βέλτιστη οικονομική δομή),
(2)  η βέλτιστη οικονομική απόδοση με πλήρη απασχόληση (βέλτιστη οικονομική
      ανάπτυξη),
(3)  μία κοινωνικά αποδεκτή κατανομή των εισοδημάτων και του παραγωγικού
      πλούτου μιας Οικονομίας, η οποία συγχρόνως δεν περιορίζει ή καταστρέφει τα
      οικονομικά κίνητρα απόδοσης (βέλτιστη κατανομή των εισοδημάτων και του
      παραγωγικού πλούτου) και
(4)  μία βέλτιστη ισορροπία των οικονομικών συμφερόντων, που αποτρέπει την
     εγκαθίδρυση μίας ανεξέλεγκτης οικονομικής εξουσίας.

Η ιδέα του Οικονομικού και συγχρόνως Κοινωνικού Συστήματος σαν θεωρητική ιδέα αναπτύχθηκε, όπως αναφέρθηκε, από Γερμανούς φιλελεύθερους (ordoliberale)[1] Οικονομολόγους πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και υλοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Γερμανία από πολιτικούς - και γνώστες του μοντέλου - μετά τον πόλεμο.
Οι Γερμανοί ordoliberale Οικονομολόγοι ξεκινούν από την προϋπόθεση ότι οι κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων δημιουργούνται και επηρεάζονται πρωτίστως από τους ισχύοντες μέσα σε μία κοινωνία θεσμούς. Στα πλαίσια του συστήματος αυτού επιδιώκεται ένας συνδυασμός συνταγματικά καθιερωμένων στόχων όπως:
- η ελευθερία των οικονομικών δραστηριοτήτων,
- η κοινωνική δικαιοσύνη,
- η κοινωνική ασφάλεια και
- η πρόνοια.
Οι κύριοι θεωρητικοί πατέρες της Ιδέας αυτής ήταν οι οικονομολόγοι Walter Eucken, Wilhelm Röpke, Alfred Mueller-Armack καθώς και ο δημιουργός του μεταπολεμικού οικονομικού γερμανικού θαύματος Ludwig Erhard. Αυτός μάλιστα χρημάτισε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην περίοδο 1950–1963 και από 1963-1966 Καγκελάριος της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Την Ιδέα τους την θεώρησαν σαν ένα είδος τρίτου κοινωνικοοικονομικού δρόμου μεταξύ των συμπληγάδων του Καπιταλισμού, δηλαδή της Σκύλλας, και του Κομμουνισμού, δηλαδή της Χάρυβδης, όπως έλεγαν.
Η επιδίωξή τους ήταν από το ένα μέρος μία τελική νίκη κατά του αχαλίνωτου Καπιταλισμού του 19ου και 20ου αιώνα, που γέννησε στη Γερμανία τον Χίτλερ, και από το άλλο, μία νίκη κατά της δικτατορικά οργανωμένης και απάνθρωπης κεντρικά Διευθυνόμενης Οικονομίας, του Στάλιν στην τέως  Σοβιετική Ένωση.
Με την ιδέα ενός φιλελεύθερου Οικονομικού Συστήματος με κοινωνικό πρόσωπο, ήθελαν να συνθέσουν την οικονομική ελευθερία με τα ιδανικά της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα εκφράζεται με την κοινωνική ασφάλεια και την κοινωνική πρόνοια. Αυτό προϋποθέτει ένα ισχυρό αλλά φιλελεύθερα και δημοκρατικά οργανωμένο Κράτος Δικαίου. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν συνειδητά οι όροι «Οικονομικό» και «Κοινωνικό» Σύστημα.
Ο ιδιαίτερος όμως χαρακτήρας του οικονομικού συστήματος, που εκφράζεται και με την έννοια του «κοινωνικού συστήματος», αποσκοπεί να περιορίσει τις ελευθερίες της αγοράς εκεί που πληγώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και εκεί που τα αποτελέσματα της, δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις κοινωνικές ανάγκες, όπως αυτές αξιολογούνται από τη δημοκρατικά οργανωμένη Κοινωνία και τα δημοκρατικά κόμματα που την εκφράζουν.
Έτσι δημιουργήθηκαν στα τελευταία 70 χρόνια πολλές αποχρώσεις αυτού του Κοινωνικοοικονομικού Συστήματος, όχι μόνον στη Γερμανία, αλλά και σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές Χώρες, όπως στην Αυστρία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο κ.α., που μιμήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τους Γερμανούς.


2. Οι γενικές θεωρητικές βάσεις του συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς

Σύμφωνα με τον Eucken ένα Οικονομικό Σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς για να λειτουργεί στην πράξη ικανοποιητικά, δηλαδή όσον το δυνατόν περισσότερο παραγωγικά, πρέπει να βασίζεται το λιγότερο επάνω στις εξής εφτά θεμελιώδεις αρχές:
- στην αρχή του Ανταγωνισμού,
- στην αρχή της Ατομικής Ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής,
- στην αρχή του σταθερού Νομισματικού Συστήματος,
- στην αρχή των Ανοικτών Αγορών στη προσφορά και στη ζήτηση αγαθών,
- στην αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων,
- στην αρχή της Υπευθυνότητας (της προσωπικής Ευθύνης των διαχειριστών)
-  στην αρχή Σταθερότητας της Οικονομικής Πολιτικής.

2.1  H αρχή του Ανταγωνισμού

Η πρώτη - και μάλιστα η πιο σημαντική θεμελιώδης αρχή - είναι αυτή του ανταγωνισμού. Το δημοκρατικά οργανωμένο κράτος δικαίου πρέπει να είναι συνταγματικά υποχρεωμένο να δημιουργεί τις θεσμικές (δομικές) προϋποθέσεις, που να μην επιτρέπουν στις αγορές τη δημιουργία ολιγοπωλίων, μονοπωλίων ή ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών συμπράξεων (Καρτέλ). Με άλλα λόγια καμία επιχείρηση ή σύμπραξη επιχειρήσεων δεν επιτρέπεται να έχει στην αγορά δεσπόζουσα θέση, δηλαδή δεν επιτρέπεται να είναι μία επιχείρηση μηδενικά ή ελάχιστα εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό. Στη Γερμανία, σύμφωνα με το „Νόμο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού“, θεωρείται σήμερα ότι μια εταιρεία κατέχει δεσπόζουσα θέση, αν έχει μερίδιο στην αγορά τουλάχιστον 40%  

2.2  H  αρχή της Ατομικής Ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής

H δεύτερη θεμελιώδης αρχή του Οικονομικού Συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς είναι η κυριαρχία της Ατομικής Ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Η ατομική ιδιοκτησία, σύμφωνα με τον Eucken, είναι μια αναγκαία μεν, όχι όμως και η μόνη προϋπόθεση για μία άκρως παραγωγική λειτουργία του Συστήματος της Οικονομίας της Ελεύθερης Αγοράς. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός, ότι κάθε προσπάθεια της Οικονομικής πολιτικής ενός κράτους δικαίου να μειώσει αισθητά την κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, οδηγεί πάντα στην απομάκρυνση του ισχύοντος Οικονομικού Συστήματος από αυτό της Ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς. Μία τέτοια εξέλιξη εμποδίζει να δημιουργηθούν στην Οικονομία άριστες παραγωγικές δυνατότητες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει οπωσδήποτε, ότι σε ένα καθεστώς που κυριαρχεί η ατομική ιδιοκτησία επί των παραγωγικών μέσων, αποκλείεται απόλυτα και η δυνατότητα της κρατικής ιδιοκτησίας. Αν οι κρατικές επιχειρήσεις υπόκεινται πρώτον στην πίεση των ανταγωνιστικών αγορών και δεύτερον δεν επιτρέπεται δια νόμου η επέμβασή τους στη διαμόρφωση των τιμών της αγοράς, τότε δεν υπάρχει - σύμφωνα με τον Eucken - σοβαρό πρόβλημα απόδοσης του Οικονομικού Συστήματος. Και αυτό διότι η άριστη οικονομική απόδοση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας εξαρτάται πρωτίστως από το ισχύον καθεστώς στις αγορές.
Από τη θεωρία των αγορών μας είναι γνωστό ότι μόνο στα πλαίσια του καθεστώτος των ανταγωνιστικών αγορών υπάρχει ισορροπία της οικονομικής εξουσίας μεταξύ των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Γι’ αυτό οι επιδιωκόμενες (αναμενόμενες) άριστες οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις στα πλαίσια της ατομικής ιδιοκτησίας δεν επιτυγχάνονται ποτέ - σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή - υπό καθεστώς ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων στις αγορές.
Τέτοιου είδους μονοπωλιακά καθεστώτα δεν παραμορφώνουν μόνον την οικονομική έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά οδηγούν και σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές στρεβλώσεις. Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες η ατομική ιδιοκτησία επιδρά άκρως αντικοινωνικά.
Υπό συνθήκες όμως ανταγωνισμού, η ατομική ιδιοκτησία δεν ωφελεί μόνον τον ιδιοκτήτη, αλλά και τον μη ιδιοκτήτη και αυτό διότι ο συνδυασμός του καθεστώτος του ανταγωνισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα, οδηγεί σε υψηλή οικονομική και κοινωνική απόδοση. Ο Eucken λέει επ’ αυτού τα εξής:
Όπως η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αποτελεί προϋπόθεση για τον ανταγωνισμό έτσι και ο ανταγωνισμός είναι προϋπόθεση για να υπάρχει ατομική ιδιοκτησία. Μόνον αυτός ο συνδυασμός στα πλαίσια του Οικονομικού Συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς αποτρέπει οικονομικές και κοινωνικές αδικίες. Με άλλα λόγια, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής πρέπει να υπόκειται πάντα στον έλεγχο του ανταγωνισμού.

2.3  H  αρχή του σταθερού Νομισματικού Συστήματος

Η τρίτη θεμελιώδης αρχή που συμβάλει στην άριστη λειτουργία του Συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς είναι ένα λειτουργικά σταθερό Νομισματικό Σύστημα. Ο Eucken μιλά μάλιστα για μία πρωταρχική συνεισφορά ενός σταθερού Νομισματικού Συστήματος που συμβάλει στην αποτελεσματική λειτουργία της Ελεύθερης αγοράς.
Μόνον μία εύρυθμη λειτουργία του Νομισματικού Συστήματος κρατά μακροπρόθεσμα την αγοραστική δύναμη του χρήματος σταθερή. Αυτό όμως επιτυγχάνεται, αν το Νομισματικό Σύστημα λειτουργεί αυτόματα, δηλαδή χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις. Και αυτό διότι η αυτόματη λειτουργία του εμποδίζει τους πολιτικά υπευθύνους της νομισματικής πολιτικής να πάρουν λανθασμένες αποφάσεις.
Έτσι ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος του πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού. Ως γνωστό οι πολιτικοί κάνουν συνήθως κατάχρηση του νομίσματος για να καλύψουν προσωρινά οικονομικές και πολιτικές αστάθειες και προκαλούν έτσι πληθωριστικές ή αποπληθωριστικές τάσεις στην Οικονομία.

2.4  H αρχή των Ανοικτών Αγορών στη προσφορά και στη ζήτηση αγαθών

Η τέταρτη θεμελιώδης αρχή του Συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς είναι οι Ανοικτές Αγορές στην προσφορά και στη ζήτηση. Ισχυρές κρατικές και ιδιωτικές ομάδες έχουν αυτονόητο συμφέρον στο να επιδιώκουν να κρατούνται οι αγορές κλειστές, στις οποίες βέβαια μόνον αυτοί έχουν πρόσβαση. Αυτή η τακτική αποσκοπεί στο να περιορίσει ή και να εμποδίσει τελείως προς ίδιον συμφέρον τον ανταγωνισμό.
Απαγορεύσεις εισαγόμενων αγαθών, υψηλοί δασμοί, μονοπώλια και μονοπωλιακές ενώσεις στο εξωτερικό εμπόριο προστατεύουν τους εγχώριους παραγωγούς από τον εξωτερικό ανταγωνισμό και έτσι μειώνουν στο ελάχιστο τις πιθανότητες να δημιουργηθούν ικανότητες παραγωγικής απόδοσης των εγχώριων παραγωγών.
Παρόμοια αρνητικά για την οικονομική απόδοση επιδρούν επίσης απαγορεύσεις:
- επενδύσεων,
- περιορισμοί στην καλλιέργεια,
- παρακώλυση της ελεύθερης επιλογής επαγγέλματος,
- περιοριστικά συστήματα χορήγησης αδειών πρόσβασης στο εμπόριο, στη
  βιοτεχνία και στη βιομηχανία,
- κανονισμοί numerus clausus κ.λπ.
Όλα αυτά εμποδίζουν τη συγκρότηση ενός ανταγωνιστικού συστήματος που είναι απαραίτητο για μία ελεύθερη παραγωγή, προσφορά και ζήτηση αγαθών.

2.5   H αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων

Η πέμπτη θεμελιώδης αρχή είναι η Ελευθερία των Συμβάσεων. Η ελευθερία της σύμβασης είναι μία από τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός στην Ελεύθερη Οικονομία της Αγοράς. Μόνο όταν τα επιμέρους νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μπορούν από μόνοι τους να επιλέξουν, να εξετάσουν και στη συνέχεια να συνάψουν συμβάσεις, τότε αναπτύσσεται και εντείνεται ο ανταγωνισμός στις αγορές.
Από την άλλη πλευρά, ο θεσμός της ελευθερίας των συμβάσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό, να δημιουργήσει μονοπωλιακές θέσεις με σύμβαση και να εξασφαλίσει ή να επεκτείνει μία μονοπωλιακή θέση. Γι’ αυτό, η ελευθερία των συμβάσεων δεν πρέπει να χορηγείται εκεί που συνάπτονται συμφωνίες που περιορίζουν ή καταργούν την ελευθερία των συμβάσεων.

2.6  H αρχή της Υπευθυνότητας (της προσωπικής Ευθύνης των διαχειριστών)

Η έκτη θεμελιώδης αρχή είναι η Υπευθυνότητα (η προσωπική Ευθύνη των διαχειριστών) που έχουν για τις αποφάσεις τους στην οικονομική διαδικασία.
Όποιος έχει την ωφέλεια από τα αποτελέσματα της οικονομικής διαδικασίας, πρέπει να είναι συγχρόνως και ο υπεύθυνος - σε περίπτωση αποτυχίας - για τις απώλειες.
Ο θεσμός της υπευθυνότητας δεν αναγκάζει μόνον τους υπεύθυνους να επιλέγουν τις καλύτερες μορφές οργάνωσης των επιχειρήσεων τους, αλλά και να επιλέγουν και τα καλύτερα διευθυντικά στελέχη. Έτσι επιτυγχάνεται η καλύτερη διαχείριση και επενδυτική χρήση των κεφαλαίων τους στις οικονομικές δραστηριότητες.
Ο θεσμός της υπευθυνότητας είναι επίσης σημαντικός και για τον λόγο, ότι εμποδίζει τον συγκεντρωτισμό στην Οικονομία. Από την οικονομική ιστορία είναι γνωστό ότι oι περιορισμοί στην υπευθυνότητα των επιχειρήσεων οδηγούν πάντα στο συγκεντρωτισμό οικονομικής εξουσίας. Μια καθολική ισχύς της άμεσης υπευθυνότητας των διαχειριστών, δρα σχεδόν αυτόματα κατά κάθε συγκέντρωσης οικονομικής εξουσίας.
Η άμεση υπευθυνότητα βοηθά επίσης στη σταθεροποίηση των κανόνων του ανταγωνισμού και εμποδίζει εξελίξεις που δεν συμβαδίζουν με το Σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς.
Συγχρόνως η ισχύς της άμεσης υπευθυνότητας είναι απαραίτητη προκειμένου οι επιδόσεις του ανταγωνισμού να είναι συνεχώς στην ημερήσια διάταξη. Και αυτό διότι οι επιδόσεις του Συστήματος της Ελεύθερης Οικονομίας συρρικνώνονται χωρίς την προσωπική ευθύνη των διαχειριστών και η συρρίκνωση είναι σχεδόν ανάλογη με αυτή που θα προέκυπτε, αν έλλειπε η αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας ή αυτή της ελευθερίας των συμβάσεων.
Τελικά μπορεί να λεχθεί ότι η υπευθυνότητα αποτελεί μέρος του κατευθυντηρίου μηχανισμού του ανταγωνισμού και είναι ένα απαραίτητο ρυθμιστικό οικονομικό και κοινωνικό εργαλείο στα πλαίσια της Ελεύθερης Οικονομίας.

2.7  H αρχή Σταθερότητας της Οικονομικής Πολιτικής.

Η έβδομη θεμελιώδης αρχή του Συστήματος της Ελεύθερης Οικονομίας είναι:
η Σταθερότητα της Οικονομικής Πολιτικής. Ο κύριος στόχος της αρχής αυτής είναι η σημαντική συμβολή της στην προώθηση των επενδύσεων. Όπως είναι γνωστό η έλλειψη επενδύσεων οδηγεί στην ύφεση και στην ανεργία.
Καλό επενδυτικό κλίμα επικρατεί όμως σε μία Οικονομία όταν υπάρχει σταθερή και μακροπρόθεσμη οικονομική πολιτική. Π.χ. ένας επιχειρηματίας σχεδιάζει μία επένδυση στο άμεσο μέλλον, αυτή μπορεί να αναβληθεί, ή ακόμη και να ακυρωθεί, αν διαπιστωθεί αστάθεια στην οικονομική πολιτική. Η αστάθεια της οικονομικής πολιτικής – όπως:
της νομισματικής,
της φορολογικής,
της εμπορικής,
της δημοσιονομικής,
της μισθολογικής κ.α.
αυξάνει την αβεβαιότητα των επιχειρήσεων. Η αστάθεια της οικονομικής πολιτικής αναγκάζει τους επιχειρηματίες να ασκούν αποκλειστικά μόνον τέτοιου είδους επενδύσεις, που ανακτούν άμεσα το επενδυμένο κεφάλαιο. Με την πολιτική αστάθεια μειώνεται έτσι σημαντικά ο αριθμός των προγραμματισμένων και τελικά πραγματοποιουμένων επενδύσεων.

Συμπέρασμα: Επάνω στις προαναφερθείσες θεμελιώδεις αρχές βασίζεται σύμφωνα με τον Eucken το Οικονομικό Σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς, του οποίου οι άριστες οικονομικές επιδόσεις δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να μπορεί να χρηματοδοτηθεί συγχρόνως το Κοινωνικό Σύστημα. Έτσι μόνον γίνεται τελικά στο σύνολό του από τις κοινωνίες των ανθρώπων αποδεκτό.

3.  Το Οικονομικό Σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς με κοινωνικό Πρόσωπο
    (Soziale Marktwirtschaft)

Σύμφωνα με τον Eucken πολλές φορές η πραγματική οικονομική διαδικασία της Ελεύθερης Αγοράς έχει αποτελέσματα που μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που υπόσχεται το προαναφερθέν θεωρητικό της μοντέλο. Ακόμη είναι επίσης πιθανό ότι κάποια αποτελέσματα της Οικονομίας της Ελεύθερης Αγοράς να θεωρούνται από την πλειοψηφία μίας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας, όχι μόνον ανεπαρκή αλλά ακόμη και απαράδεκτα.
Ορμώμενος από τις εμπειρικές αυτές διαπιστώσεις ο Eucken πρότεινε επιπλέον συμπληρωματικές αρχές που τις ονόμασε Ρυθμιστικές Αρχές της Ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς.  Αυτή ήταν μία πρώτη προσπάθεια για να σχεδιαστεί ένα μοντέλο μίας Κοινωνικής Οικονομίας μέσα στα πλαίσια της Ελεύθερης Αγοράς.
Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αφορούν τομείς της Οικονομίας στους οποίους υπάρχει κατά τον Eucken αδυναμία της ελεύθερης αγοράς να δώσει αυτόματα ικανοποιητικές κοινωνικές λύσεις.
Οι τομείς αυτοί - σύμφωνα με τον Eucken - είναι οι εξής:

(1) η συνεχής ύπαρξη του προβλήματος των μονοπωλίων,
(2) η συνεχής ύπαρξη εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων,
(3) η αδυναμία υπολογισμού της αξίας των μη οικονομικών (ελεύθερων) αγαθών,
     π.χ. των περιβαλλοντικών αγαθών και
(4) η ανώμαλη συμπεριφορά των εργαζομένων στην αγορά προσφοράς εργασίας.

3.1  Η ύπαρξη του προβλήματος των μονοπωλίων

Ένα σημαντικός στόχος στα πλαίσια της Οικονομίας της Ελεύθερης Αγοράς είναι η καταπολέμηση της ανεξέλεγκτης οικονομικής δύναμης (εξουσίας). Παρόλα αυτά υπάρχουν περιπτώσεις που η ύπαρξη οικονομικής εξουσίας στην οικονομία της αγοράς είναι απαραίτητη για να μη εμποδίζεται ο ανταγωνισμός.
Οι διευθύνοντες π.χ. των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων χρειάζονται οικονομική εξουσία, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους και τις επιδιώξεις τους. Αυτού του είδους εξουσία - όσον υπόκειται στον έλεγχο του μηχανισμού των τιμών της αγοράς - δεν εγκλείει άμεσους κινδύνους περιορισμού της οικονομικής απόδοσης.
Επίσης ενδέχεται η ύπαρξη μίας ειδικής περίπτωσης μονοπωλίου να μπορεί να είναι συγχρόνως συμβατή με το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, λόγω πλεονεκτημάτων στο κόστος παραγωγής. Αυτό μπορεί να συμβεί, αν είναι επιτεύξιμη η κερδοφόρος ή τουλάχιστον χωρίς ζημιές παραγωγή και προσφορά ενός κοινωνικά απαραίτητου αγαθού, αν αυτό παράγεται και προσφέρεται από μόνον μία επιχείρηση. Αλλιώς με ανταγωνιστικές συνθήκες είναι η παραγωγή του για όλους ζημιογόνος και έτσι μη πραγματοποιήσιμη. Τότε θα ήταν κοινωνικά ωφέλιμο – σύμφωνα με τον Eucken - η μονοπωλιακή επιχείρηση, προς αποφυγή ιδιωτικών μονοπωλιακών εκμεταλλεύσεων, να είναι κρατική.
Η περίπτωση αυτή δεν πρέπει όμως να οδηγήσει στο γενικό συμπέρασμα ότι τα μονοπώλια παύουν να είναι φορείς οικονομικής εξουσίας που απειλούν να καταστρέψουν το Οικονομικό Σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς.
Ο Eucken επισημαίνει επίσης ότι η διαδικασία του ανταγωνισμού μέσα στην Οικονομία της Ελεύθερης Αγοράς ενέχει και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής του ανταγωνισμού. Επειδή ο ανταγωνισμός ευνοεί πάντα τον πιο ικανό και αποδοτικό, υπάρχει ο κίνδυνος της συσσώρευσης της οικονομικής εξουσίας, η οποία τελικά εξαλείφει τον ανταγωνισμό.
Οι εμπειρίες από την οικονομική ιστορία δείχνουν δυστυχώς ότι μέχρι σήμερα δεν υπήρξε αποτελεσματική εποπτεία στην εξέλιξη των μονοπωλίων. Τα μονοπώλια έχουν καταφέρει με την ανοχή της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας να αψηφούν επιτυχώς τις απαγορεύσεις καρτέλ και τους εκάστοτε κρατικούς ελέγχους της αποφυγής των μονοπωλίων.
Η πολιτική επιρροή των ομάδων συμφερόντων που πάντα υπάρχουν είναι πολύ ισχυρή και επικερδής για αυτές. Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν δυστυχώς τους φόβους του Eucken για τη συνεχή ύπαρξη των μονοπωλίων.





3.2   Η συνεχής ύπαρξη εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων

Το σύστημα της Ελεύθερης Αγοράς και του ανταγωνισμού δεν μπορούν να καταπολεμήσουν αυτόματα τη γένεση κοινωνικοοικονομικών και ηθικών στρεβλώσεων, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν τελικά σε οικονομικές και πολιτικές αστάθειες.
Ο προσδιορισμός όμως μόνο των ελαττωμάτων δεν είναι αρκετός, αν δεν υπάρξουν συγχρόνως πολιτικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις καταπολέμησης ή τουλάχιστον μείωσης τους.
Στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς και στα πλαίσια του ανταγωνισμού, μια ανώνυμη διαδικασία διανέμει στους παραγωγικά συμμετέχοντες οικονομικούς συντελεστές - σύμφωνα με την απόδοση τους - τα εισοδήματα.
Η ζήτηση αγαθών αυτών των εισοδηματούχων διευθύνει μέσω του μηχανισμού των τιμών της αγοράς την παραγωγική διαδικασία. Ακριβώς αυτή η διαδικασία επικρίνεται επειδή οι μισθοί, τα επιτόκια και τα κέρδη που προέρχονται από αυτή, προσδιορίζονται και κατανέμονται μόνον από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Έτσι, η κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος γίνεται αποκλειστικά μόνο με κριτήρια επιδόσεων. Δηλαδή η διαδικασία της αγοράς αδιαφορεί όχι μόνον για ηθικές και κοινωνικές ιδέες και αξίες αλλά και για τις ανάγκες και απαιτήσεις των μη συμμετεχόντων.
Για αυτό δικαιολογείται ηθικά και κοινωνικά – σύμφωνα με τον Eucken - να γίνει μία κοινωνική παρέμβαση στη διαδικασία της αγοράς.
Κατά αρχή όμως δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι η αρχική κατανομή των εισοδημάτων με τους μηχανισμούς της αγοράς – με όλες τις αναφερόμενες ελλείψεις – είναι η καλύτερη, από αυτή που θα μπορούσαν να επιβάλουν ιδιωτικοί ή κρατικοί παράγοντες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι κοινωνικές ελλείψεις του μηχανισμού της αγοράς δεν πρέπει να διορθωθούν. Το γεγονός, ότι η οικονομική διαδικασία στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς δημιουργεί μεγάλες διαφορές στην κατανομή των εισοδημάτων είναι αναμφισβήτητο.
Αυτές οι διαφορές οδηγούν στη συνέχεια ώστε η παραγωγική διαδικασία να παράγει αγαθά που ικανοποιούν πρωτίστως πολυτελείς ανάγκες. Έτσι παραμελείται συγχρόνως – λόγω έλλειψης εισοδημάτων - η παραγωγή αγαθών που ικανοποιούν τις απαραίτητες για τη ζωή ανάγκες της πλειοψηφίας των ανθρώπων.
Αυτή την αντικοινωνική εξέλιξη στην κατανομή των εισοδημάτων πρέπει – σύμφωνα με τον Eucken - να τη διορθώσει το κράτος με μία ανάλογη εισοδηματική και κοινωνική πολιτική.

3.3   H αδυναμία υπολογισμού της αξίας των μη οικονομικών (ελεύθερων) αγαθών,
        π.χ. των περιβαλλοντικών αγαθών

Σε μια ελεύθερη οικονομία της αγοράς, οι οικονομικοί υπολογισμοί των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών συντονίζονται μεταξύ τους με το μηχανισμό των τιμών της αγοράς. Έτσι διαμορφώνεται ένας συνολικός και λογικός μακροοικονομικός υπολογισμός. Αν και ο μηχανισμός των τιμών της αγοράς λειτουργεί υπό ανταγωνιστικούς όρους ικανοποιητικά δεν λαμβάνει όμως υπόψη τις επιπτώσεις στα περιβαλλοντικά αγαθά, εφόσον αυτά σαν ελεύθερα αγαθά δεν έχουν κάποια τιμή και έτσι δεν αξιολογούνται από τις αγορές.
Συνεπώς το κόστος τους δεν περιλαμβάνεται στους οικονομικούς λογαριασμούς των επιχειρήσεων. Για αυτό η απεριόριστη χρήση τους επιφέρει την καταστροφή των δασών, τη ρύπανση των υδάτων, τη μόλυνση του εδάφους, την ατμοσφαιρική ρύπανση, κλπ.
Επίσης και στον κοινωνικό τομέα φαίνεται αυτή η αντίφαση μεταξύ των οικονομικών λογαριασμών των επιχειρήσεων και του γενικού συμφέροντος.
Η Οικονομική ιστορία δείχνει πολλές τέτοιες περιπτώσεις, όπως την ανοχή της παιδικής εργασίας, τις γενικά πολλές ώρες εργασίας, την ανεπαρκή προστασία από ατυχήματα στο χώρο της εργασίας με σοβαρές βλάβες στην υγεία των εργαζομένων κλπ. Σε αυτά τα φαινόμενα δεν δόθηκαν αυτόματες λύσεις από τις αγορές αλλά μόνον από παρεμβάσεις του κράτους.

3.4  Η ανώμαλη συμπεριφορά των εργαζομένων στην αγορά εργασίας

Η οικονομική ιστορία διδάσκει ότι πολλές φορές στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς είναι αναγκαίο με παρέμβαση του κράτους να ληφθούν μέτρα για να αποφευχθεί η λεγόμενη ανώμαλη συμπεριφορά της προσφοράς εργασίας. Στην αγορά εργασίας παρατηρείται το φαινόμενο ότι η πτώση των μισθών αντί να οδηγήσει στην ελάττωση, οδηγεί στην αύξηση της προσφοράς εργασίας. Και αυτό διότι η πτώση των μισθών αναγκάζει τους εργαζομένους - προκειμένου να επιτευχθεί το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης - να προσφέρουν περισσότερες ώρες εργασίας στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι μια περαιτέρω μείωση των μισθών, η οποία , αν συνεχιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικά δεινά.
Για αυτό η ύπαρξη του αναφερθέντος κοινωνικού προβλήματος της ανώμαλης συμπεριφοράς των εργαζομένων στην αγορά εργασίας απαιτεί μία ρυθμιστική κρατική επέμβαση. Και αυτή οδήγησε τελικά στην εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού για να σταματήσει αυτή η ανώμαλη διαδικασία της αγοράς, που έχει οδυνηρές συνέπειες για τους εργαζομένους.

4.  Συμπεράσματα

Η ανάγκη θέσπισης κρατικών ρυθμιστικών αρχών, που συνοπτικά αναφέρθηκαν, δείχνει ότι, εκτός από την κύρια οικονομική πολιτική του κράτους της εγκαθίδρυσης θεσμών και δομών είναι απαραίτητη και η οικονομική πολιτική άμεσης επέμβασής του κράτους στην οικονομική διαδικασία για να περιοριστούν - προς όφελος του κοινωνικού συμφέροντος - οι αναφερθείσες ανεπάρκειες της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
Αυτή η θεωρητική συζήτηση στη Γερμανία οδήγησε τελικά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε να δημιουργηθεί και να υλοποιηθεί το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς (Soziale Marktwirtschaft).
Αυτό είναι τελικά μια ιδέα που συνδέει και χρησιμοποιεί τις επιδόσεις της ελεύθερης αγοράς για να χρηματοδοτηθεί ένα αρκετά ικανοποιητικό - και στα πλαίσια δημοκρατικών διαδικασιών - αποδεκτό κοινωνικό σύστημα με ένα ποικίλο και πλήρες πρόγραμμα κοινωνικής προστασίας για την ευρεία πλειοψηφία του πληθυσμού.




[1] ο όρος περιέχει δυο στοιχεία, την οικονομική ελευθερία, π.χ. την ελεύθερη αγορά και την κοινωνική – πολιτική οργάνωση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου