ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΓΩΝΙΑΣ



ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΓΩΝΙΑΣ

Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης
Επίτιμος . Δικηγόρος
Πρόεδρος Εταιρείας Λογοτεχνών Ν .Δ .Ελλάδας
memories
Η κυρά-Κώσταινα ήταν μια καλοκάγαθη γιαγιούλα. Ένας ζωντανός κι άξιος άνθρωπος. Αγράμματη μα πανέξυπνη. Χρόνια τώρα παντρεμένη μ’ ένα συγχωριανό της τον κυρ Κώστα, είχε αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια. Εκείνη ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα στο σπίτι. Εκείνη έκανε κουμάντο, όπως  συνήθως, λέμε.
Ο κυρ Κώστας, βουκόλος στα βουστάσια  του Διαμαντόπουλου, σ’ έναν από τους μεγαλύτερους αγελαδοτρόφους της περιοχής, έλειπε  τον περισσότερο χρόνο από το σπίτι. Η ευθύνη ανατροφής και φροντίδας των παιδιών έπεφτε σ’ εκείνη. Και βέβαια δεν ήταν μόνο οι δουλειές του σπιτιού. Έτρεχε όπου την καλούσαν, άνδρας και γυναίκα μαζί, να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε αγροτικές εργασίες σε μεγαλοκτηματίες της περιοχής.
Τόσο η ίδια όσο και ο κυρ Κώστας ο κουφός, προσωνύμιο που είχε αποκτήσει από  τη φυσική  αναπηρίας του, δεν είχαν ούτε σπιθαμή γης για να καλλιεργήσουν.  Σ’ έναν κήπο που περιέβαλε το φτωχόσπιτό τους, που κι εκείνο το’χαν χτίσει με εξέλαση οι χωριανοί τους, φύτευε κάθε λογής κηπευτικά. Δεν παρέλειπε όμως να φροντίζει και τον ανθόκηπό της. Έναν ανθόκηπο, έκφραση μιας ευαίσθητης ψυχής και μιας αγνής και καλλιτεχνικής  συνείδησης.
Εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει στο χωριό της δεν ήταν μόνο η φιλοπονία της, αλλά ο ανθόκηπός της με τα χρυσάνθεμα, και η ικανότητά της στο ξεμάτιασμα. Διατηρούσε ένα θαυμάσιο ανθόκηπο με χρυσάνθεμα διαφόρων χρωμάτων και αποχρώσεων, όπου επικρατούσε το λευκό. Ήταν επίσης γνωστή σ’ όλη την περιοχή σαν ξεματιάστρα, «έριχνε τα κάρβουνα» όπως έλεγαν σ’ όσους είχαν χτυπηθεί από κακό μάτι.
 Είχαν πολλά να διηγηθούν οι χωριανοί  της για τις επιτυχίες της. Είχε γλιτώσει από βέβαιο θάνατο τόσο μικρά παιδιά όσο και διάφορα ζώα. Διηγούνται πως κάποτε δεν πρόλαβαν να την ειδοποιήσουν κι ένα από τα πιο όμορφα γιοργαλίδικα άλογα του χωριού έσκασε από το μάτι.
Η κυρά-Κώσταινα έκανε το δικό της αγώνα να τα φέρει βόλτα. Έκανε σωστή διαχείριση των όσων χρημάτων απέφερε τόσο το μηνιάτικο του άνδρα της όσο και τα δικά της μεροκάματα. Ο κυρ Κώστας αναγνωρίζοντας την ικανότητά της, απόφευγε να έχει εκείνος τις ευθύνες του σπιτικού τους, μια και ορισμένες φορές λόγω των προβλημάτων της φτώχιας το έριχνε λίγο έξω με το κρασί. Κάποιες φορές τον έφερναν οι φίλοι του στο σπίτι μισομεθυσμένο. Τότε τον έπιαναν οι ευαισθησίες κι αποζητούσε την ανοχή και τη στοργή της γυναίκας του.
Απόκτησε  μαζί της τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Προσπάθησε να τα καθοδηγήσει στο δρόμο που και η ίδια γνώριζε, στο δρόμο του Θεού, όπως έλεγε. Τον πρώτο τον προόριζε για παπά, όμως όταν ξεκίνησε μ’ έναν εξάδελφό του για το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, στα Καλάβρυτα, στο δρόμο το ξανασκέφτηκε και όταν φθάσανε στο Μοναστήρι, βρήκε …δύσκολη την καλογερική και γύρισε σχεδόν αμέσως  στο πατρικό του. Έγινε ξυλουργός, σε αντίθεση με τον άλλο, που παρέμεινε εκεί κι έγινε μετά από χρόνια Αρχιμανδρίτης.
Ο δεύτερος βοήθαγε στην εκκλησία του χωριού σαν  νεωκόρος. Αργότερα έγινε ψάλτης κοντά στους σημαντικούς ιεροψάλτες που είχε αναδείξει το χωριό τους. Όμως ένας παράφορος έρωτας και μια φυματίωση που  ακολούθησε δεν τον άφησαν όρθιο κι έφυγε νωρίς στα είκοσι δύο του χωρίς να χαρεί τη ζωή.
Το τρίτο  παιδί της οικογένειας, την κόρη, την έστειλε κι έμαθε κέντημα , της αγόρασε μάλιστα και μια  καινούργια  ραπτομηχανή, σπουδαίο απόκτημα για  εκείνη την εποχή και την πάντρεψε με ένα καλό παιδί.
Μετά το θάνατο του κυρ Κώστα, ξέμεινε να συμβιώνει με την οικογένεια του γιου της. Η γιαγιά  Κώσταινα ήταν τώρα και μάνα για τα πέντε παιδιά του γιου της. Όμως παρά το ότι βοηθούσε ουσιαστικά την οικογένεια του γιου της και έδινε τα πάντα για τα εγγόνια της, ο γιος της δεν ένιωθε ευχαριστημένος από την προσφορά της. Είχε ένα μόνιμο παράπονο σε βάρος της από τα παιδικά του χρόνια, τότε που ήθελε μα δε μπόρεσε να σπουδάσει, και γι’ αυτό τη θεωρούσε υπεύθυνη.
«Αντί να δώσει χρήματα να σπουδάσω», έλεγε, «πήγε και αγόρασε ραπτομηχανή στην Παρασκευή». Ήταν ένα παράπονο που δεν ξεχνούσε ποτέ και σε κάθε ευκαιρία το επαναλάμβανε.
Όταν η μάνα του είχε διάθεση, απαντούσε στο παράπονό του. Έπρεπε να βοηθήσω, έλεγε, το αδύναμο μέρος της οικογένειας. Άλλες φορές δεν έδινε καμιά απάντηση, απλώς μουρμούριζε: «Αστονε   να λέει».
Ήταν εβδομήντα δύο ετών, η γιαγιά όταν ένα βράδυ  επέστρεψε ο γιος της από το καφενείο, και  της έφερε το δυσάρεστο νέο.
 Στο καφενείο πήγαινε συνήθως τα βράδια του χειμώνα. Εκεί μαζεύονταν οι χωριανοί και συζητούσαν τα μικρά και μεγάλα προβλήματά του χωριού, έπιναν κανένα κρασί και μετά το ’ριχναν στα χαρτιά. Όχι βέβαια για χρήματα, αλλά για τους καφέδες ή τα λουκούμια.
Όταν κέρδιζε στα χαρτιά, έφερνε και μοίραζε στα παιδιά του λουκούμια, άλλοτε πάλι όταν δεν επαρκούσαν τα κερδισμένα τα έκοβε και τα μοίραζε ανάλογα. Αυτή τη φορά δεν έφερε παρά ένα δυσάρεστο νέο για τη γιαγιά.
 Με σοβαρότητα και περίσκεψη, με όψη που δεν καταλάβαινε κανείς αν έκανε κάποια φάρσα η μιλούσε σοβαρα, απευθύνθηκε στη μάνα του προσποιούμενος  τον στεναχωρημένο.
- Απόψε μάνα, είπε, μετά από απόφαση της Κυβέρνησης- ήταν τότε Δικτατορία- θα περάσει από τα σπίτια των χωριών και του δικού μας, μια επιτροπή ιατρών η οποία και θα κάνει μια ένεση σε όσα άτομα είναι ηλικίας πάνω από εβδομήντα χρονών. Αυτή η ένεση θα είναι μοιραία, θα επιφέρει το θάνατο χωρίς να νιώσει κανείς τίποτε. Μάλιστα μας γνωστοποίησαν και το σκεπτικό της απόφασης. Έτσι λέει, μ’ αυτό τον τρόπο θα απαλλαγεί η κοινωνία από άτομα τα οποία όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα αλλά την επιβαρύνουν με την καταβολή συντάξεων κι εξόδων ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης που γι΄ αυτές τις ηλικίες είναι αυξημένα.
Το νέο φάνηκε παράδοξο και αδιανόητο, τόσο στη σύζυγο του όσο και στη μάνα του, η οποία θα ήταν το  υποψήφιο θύμα αυτής της απόφασης, αφού ήδη είχε ξεπεράσει το όριο κατά δύο και πλέον χρόνια. Όμως, σκέφτηκε, δικτατορία έχουμε, αυτοί οι άνθρωποι ό,τι θέλουν αποφασίζουν κι ό,τι θέλουν κάνουν, γιατί να μη σκέφτηκαν κι αυτό το μέτρο οικονομίας. Είχε ακούσει κάποτε πως στην Αρχαία Σπάρτη πέταγαν τα ανάπηρα παιδιά.. Είχε ακούσει ακόμη  πως κάτι παρόμοιο είχαν εφαρμόσει στα παλιά χρόνια στην Κεφαλονιά. Έλεγαν πως πετούσαν τους γέρους και τις γριές από γκρεμό όταν είχαν φθάσει σε κάποια ηλικία που δε μπορούσαν πλέον να προσφέρουν τίποτε.
Όμως αυτά αφορούσαν τα παλιά χρόνια, έλεγε μέσα της, αλίμονο να εφαρμόζεται αυτό το μέτρο σήμερα, τον εικοστό αιώνα. Αλλά πάλι, ξανασκέφτηκε, τρελοί είναι αυτοί που κυβερνούν σήμερα, γιατί να μη μπήκε στο μυαλό τους κι αυτή η  ιδέα; Όταν συνήλθε λίγο από το άκουσμα αυτού του τόσο δυσάρεστου και συνάμα μακάβριου νέου, έπεσε σε περισυλλογή. Το πρόσωπό της πήρε ένα χρώμα προς το κιτρινοπράσινο, χλόμιασε και αναστατώθηκε. Ένιωσε μελλοθάνατη.
Τα χέρια της έτρεμαν, η καρδιά της είχε σφιχτεί και έπαψε να μιλάει. Δε μπορούσε να πιστέψει πως αυτή τη νύχτα θα περνούσε χωρίς να το καταλάβει από τη ζωή στο θάνατο, από το φως στο σκοτάδι. Όσο θυμότανε το σκεπτικό της απόφασης τόσο περισσότερο νευρίαζε. Δεν ένιωθε διόλου άχρηστη, αντίθετα πολύ χρήσιμη αφού συνέχιζε την προσφορά της στην κοινωνία και στην οικογένεια του γιου της.
Αυτοί οι άνθρωποι, έλεγε και ξανάλεγε, είναι θεότρελοι, εύλογο το ίδιο θεότρελες να είναι και οι αποφάσεις τους. Δε μπορούσε να φανταστεί, ούτε περνούσε διόλου από το μυαλό της, πως ο γιος της θα έκανε μια κακόγουστη φάρσα, πως θα ήθελε να την πειράξει και να αστειευτεί μαζί της. Έτσι μετά από λίγες λέξεις που αντάλλαξαν και χωρίς να πει ούτε καληνύχτα, τι καληνύχτα να έλεγε άραγε, πέρασε στο διπλανό καμαράκι που ήταν έξω από την κατοικία του γιου της.
Μπήκε μέσα βιαστικά, κάθισε στο κρεβάτι της κι άρχισε να συλλογιέται. Σκεπτότανε τι να κάνει. Στο νου της στριφογύριζαν διάφορες μορφές αντίστασης. Πρώτα- πρώτα αποφάσισε να μην κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Σκέφτηκε μήπως θα έπρεπε να ζητήσει από το γιο της να αρνηθεί την ύπαρξή της ή να αποκρύψει την ηλικία της. Όμως τη σκέψη αυτή την έδιωξε αμέσως μια και θυμήθηκε πως πίσω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού είχε φροντίσει το καθεστώς να υπάρχει πίνακας των μελών της οικογένειας με την ηλικία καθενός.
Τέλος, η μόνη λύση που της απέμεινε ήταν η αντίσταση. Αντίσταση αλλά με τι; Το μυαλό της φωτίστηκε, έτρεξε στην αποθήκη άρπαξε ένα μεγάλο κλαδευτήρι, το τρόχισε και το ’βαλε κάτω από το μαξιλάρι της. Όμως παρά το ότι εξασφάλισε όπλο αντίστασης δεν ένιωθε και πάλι σίγουρη. Φοβόταν μήπως την προδώσει ο ύπνος. Μήπως η κούραση και η αγωνία της μέρας βαρύνουν τα βλέφαρά της και τότε πια δε θα καταλάβαινε τίποτε.
Μια νέα σκέψη φώτισε και πάλι το μυαλό της. Μετατόπισε ένα μπαούλο γεμάτο ρούχα και σφράγισε μ’ αυτό την πόρτα του δωματίου. Έβαλε επάνω σ’ αυτό μια καρέκλα και άλλα μικροαντικείμενα έτσι που αν έπεφταν να κάνουν θόρυβο. Αν την πρόδιδε προς στιγμή ο ύπνος, σκέφτηκε, με το θόρυβο που θα έκαναν όταν  επιχειρούσαν να ανοίξουν την πόρτα, θα ξυπνούσε και θα αντιμετώπιζε την κατάσταση. Αφού σιγουρεύτηκε για την επιτυχία του επιτελικού σχεδίου αντίστασης, ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Μόλις τα βλέφαρά της βάραιναν αμέσως πετάγονταν από το κρεβάτι και έπιανε το κλαδευτήρι. Αυτή η κατάσταση επαναλαμβανόταν όλη τη νύχτα. Έμεινε ξάγρυπνη.
Ο γιος της μετά την γνωστοποίηση της απόφασης πήγε για ύπνο χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις ούτε κάν στη γυναίκα του. Αυτή η απάθεια την προβλημάτιζε κι εκείνη. Βέβαια γνώριζε το χαρακτήρα του κι αυτό την έκανε περισσότερο σκεπτική. Δεν ξεχνούσε το παράπονο του άνδρα της, προσπαθούσε κι εκείνη να δώσει κάποια εξήγηση στο παράξενο νέο, δεν τολμούσε όμως να ρωτήσει τίποτε. Αν αληθεύει αυτή η πληροφορία, έλεγε μέσα της, θα απαλλαγεί από τα παράπονά του και εκείνος από την παρουσία της.
Οι ώρες περνούσαν. Άρχισαν να λαλούν  οι πρώτοι πετεινοί κι αυτό έδινε πολλές ελπίδες στη γιαγιά. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, αυτής της νύχτας της ατέλειωτης. Σε λίγο άρχισαν να διαπερνούν  τα κεραμίδια της στέγης οι πρώτες ελπιδοφόρες ακτίνες του ήλιου.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, άρχισε να μεταθέτει ένα-ένα τα αντικείμενα που είχε τοποθετήσει πάνω στο μπαούλο, έβαλε το μπαούλο στη θέση του άνοιξε σιγά-σιγά με κάποιες προφυλάξεις την πόρτα κι αντίκρισε το φως της μέρας. Η νύχτα είχε τελειώσει και μαζί μ’ αυτήν τελείωνε και η αγωνία της. Δεν πίστευε στα μάτια της. Δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πως ζούσε, πως γλίτωσε το αιώνιο σκοτάδι. Έβλεπε το φως, τα πράγματα, τους ανθρώπους.
Δεν κρατούσε σε κανέναν κακία. Ούτε σ’ αυτούς που έβγαλαν αυτή την τρελή απόφαση ούτε και στο γιο της που μετέφερε την είδηση. Ετοιμάστηκε, φόρεσε τα καλά της και τράβηξε προς το κοιμητήρι. Άναψε το καντήλι του συχωρεμένου κυρ Κώστα και του γιου της που πρόωρα χάθηκε και τους είπε ψιθυριστά πως το ταξίδι ματαιώθηκε.
Τους συνάντησε πολύ αργότερα όταν είχε κλείσει τα ογδόντα πέντε της και φυσικά όχι από θανατηφόρο ένεση.
gria

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου