ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ




ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ομιλία στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών που εγινε στο Αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών της Φιλολόγου και Λογοτέχνιδος Γεωργίας Γκοτσοπούλου με θέμα: «ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»


ΠΡΟΛΟΓΟΣ:
Αγαπητέ κύριε Μαργαρίτη,
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε τα τρία τελευταία χρόνια να με θεωρείτε μέλος της οικογένειας των λογοτεχνών. Στον πρόσωπο του κ. Μαργαρίτη ιδιαίτερα βλέπω πάντα έναν αεικίνητο προστάτη της λογοτεχνίας και των γραμμάτων, γεγονός που αφενός με κινητοποιεί και με εμπνέει κι αφετέρου με παρακινεί να σταθώ με κάθε ομιλία μου στο ύψος των λογοτεχνικών βραδινών.
Ήταν ευτύχημα για μένα η σύμπτωση της σημερινής εισήγησής μου με τον πρόσφατο εορτασμό της γιορτής της μητέρας. Μάλλον συγκινήθηκα φέτος, επειδή ξανάγινα μητέρα μιας υπέροχης κόρης, ο ερχομός της οποίας με ενέπνευσε για το θέμα της σημερινής μας συνάντησης.

Η ΜΑΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Η μάνα, όπως παρουσιάζεται μέσα στα βιβλία των λογοτεχνών του 20ου αιώνα είναι ένα γήινο πρίσμα, ένας πίνακας ζωγραφικής, πάνω στον οποίο ακουμπά κάθε χρωματισμός, από τον πιο σκούρο και σκοτεινό μέχρι τον πιο απαλό ή διάφανο, μέχρι τον πιο ζωντανό κι εκρηκτικό, ένα καλειδοσκόπιο, που άλλοτε σε αγριεύει με τις σκιές του κι άλλοτε σε νανουρίζει με τα γλυκά μοτίβα του.
Φίλες και φίλοι,
Πόση έμπνευση έχει δώσει η φιγούρα της μάνας σε συγγραφείς, ποιητές, τραγουδοποιούς και μουσικούς, σε ζωγράφους και εικαστικούς κάθε λογής!  Διατρέχοντας τον αιώνα που πέρασε και παρακολουθώντας την υψηλή λογοτεχνική παρακαταθήκη, την οποία άξιοι λογοτέχνες μας κληροδότησαν,
 Επέλεξα, λοιπόν, απόψε
- να δικαιολογήσω τη «φόνισσα» μάνα , από το ομότιτλο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
- να εκπλαγώ με τη μεγαλοαστή μάνα της Πηνελόπης Δέλτα, όπως η ίδια τη σκιαγραφεί στη βιογραφία της αλλά και σε κάποια μυθιστορήματά της.
- να λυπηθώ για τη Δεσποινιώ, τη μάνα του ξενιτεμένου Γ. Βιζυηνού αλλά και
- να κλάψω για τη μάνα των πολέμων, έτσι όπως έντεχνα την ονομάζει ο Στρατής Μυριβήλης «Ζάβαλη Μάϊκο».
-να θυμώσω με την άβουλη μάνα της «Στέλλας Βιολάντη» αλλά και
-να αφουγκραστώ το φόβο της μοναξιάς της μάνας της εποχής του εμφυλίου και της δικτατορίας μέσα από το «τρίτο στεφάνι», του Κ. Ταχτσή.
- να χαιρετίσω και να χειροκροτήσω τη δίκαιη μάνα στο έργο του Κ. Θεοτόκη « η τιμή και το χρήμα».

Αφιερώνω τη σημερινή εισήγησή μου στη δική μου μάνα και στη γιαγιά μου-τη διπλή μάνα μου-. Η δεύτερη γεννήθηκε στην αυγή του 20 ου αιώνα και μέσα από τις στάνες και τα καμποχώραφα ονειρεύτηκε μια ζωή χωρίς πολέμους και θανατικό ή πείνα για τον κόσμο. Η μάνα μου μετά τα μισά του 20ου αιώνα πάλεψε με τη σκληρή δουλειά της να προσφέρει «καπιταλιστικά» και «πεπαιδευμένα» όνειρα στα παιδιά της. Έτσι έκαναν οι περισσότερες στα χρόνια τους. Τις ευχαριστώ κι ελπίζω να πάρω τη σκυτάλη, στο νέο αιώνα πια και να μεταλαμπαδεύσω στη νέα γενιά αγάπη και σεβασμό για κάθε διαφορετικό άνθρωπο. Να καταφέρω να εμπνεύσω τα παιδιά ώστε να αναπτύξουν γενναία κριτική ματιά απέναντι σε ένα κόσμο, που αλλάζει, που ακουμπά σε άλλες αξίες, πρότυπα και στερεότυπα.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Η «φόνισσα» μάνα.
Η Φόνισσα, από τα καλύτερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες, στο περιοδικό Παναθήναια το 1903, με υπότιτλο: «Κοινωνικόν μυθιστόρημα».
 Κεντρικό πρόσωπο είναι η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού. Η Φραγκογιαννού κυριαρχείται από την εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας και διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών. Η νουβέλα αυτή του Παπαδιαμάντη είναι γραμμένη στο πνεύμα του ρεαλισμού με έκδηλα όμως στοιχεία νατουραλισμού. Η επιλογή ως ηρωίδας μιας γυναίκας που προχωρά σε αλλεπάλληλες δολοφονίες κοριτσιών με την πεποίθηση πως επιτελεί θεάρεστο έργο, εντάσσει το κείμενο αυτό στα νατουραλιστικά έργα, όπου κυρίαρχα στοιχεία είναι: «η επιλογή ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής.
Η Φραγκογιαννού ξενυχτώντας δίπλα στο άρρωστο εγγόνι της θυμάται όλα όσα έχει περάσει απ’ όταν ήταν μικρή κι αισθάνεται μεγάλη πίκρα για τις ταλαιπωρίες και τις κακοτυχίες της ζωής της. Όπως κάθε γυναίκα εκείνης της εποχής, πέρασε όλα της τα χρόνια να υπηρετεί και να φροντίζει τα μέλη της οικογένειάς της, ξεκινώντας στα παιδικά χρόνια της να υπηρετεί τους γονείς της, στη συνέχεια τον άντρα και τα παιδιά της και κατόπιν τα εγγόνια της. Η σκληρή αυτή μοίρα έχει επηρεάσει καταλυτικά όχι μόνο την ψυχοσύνθεσή της αλλά και τις σκέψεις της για τα θηλυκά παιδιά, τα οποία θεωρεί άτυχα και καταδικασμένα να υποφέρουν όπως κι εκείνη. Η Χαδούλα, επιπλέον, μεγάλωσε με μια αυστηρή μητέρα που θεωρούνταν μια από τις στρίγγλες της εποχής της, αποκτώντας έτσι ένα ιδιαιτέρως κακό πρότυπο, το οποίο τελικά ακολούθησε στην προσωπική της ζωή. Άλλωστε, όταν η Χαδούλα παντρεύτηκε οι γονείς της, της έδωσαν ελάχιστη προίκα σε σχέση με την περιουσία που κράτησαν για τα αγόρια της οικογένειας, πιστοποιώντας έτσι την αίσθηση της αδικίας που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται μέσα της.
Η Φραγκογιαννού θα δημιουργήσει τη δική της οικογένεια έχοντας ως επιβαρυντικούς παράγοντες όχι μόνο τις πικρές εμπειρίες από την ως τότε ζωή της κι από τη στάση των γονιών της απέναντί της, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην τότε ελληνική κοινωνία. Η φτώχια και η ανέχεια που μάστιζαν τις περισσότερες οικογένειες καθιστούσαν την επιβίωση δύσκολη και ιδίως αρνητική για τα θηλυκά παιδιά που αποτελούσαν για τους γονείς μια επιπλέον υποχρέωση, μιας κι έπρεπε να τα προικίσουν προκειμένου να τα αποκαταστήσουν. Η Φραγκογιαννού αντιμετωπίζει πλέον τα θηλυκά παιδιά ως ανεπιθύμητο βάρος που περισσότερο δυσκολεύουν τη ζωή των γονιών τους παρά τους προσφέρουν κάποια βοήθεια ή χαρά.
Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός. Θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα. Βορράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβηνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη
  το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει· και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου….Δεν έπρεπε τω όντι, αν δεν ήσαν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν την μάστιγα, την διά πτερών Αγγέλων πλήττουσαν, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλ' ιδού, τ' Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως εις τον Παράδεισον αγόρια και κοράσια. Περισσότερα μάλιστα αγόρια –πόσα χαδευμένα και μοναχογέννητα!– αποθνήσκουν άωρα. Τα κορίτσια είν' εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπεν ημείς ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν –αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου– παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμυρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της. Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
— Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση». Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη. Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν· είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον.
Είχε «ψηλώσει» ο νους της!
Εκείνο, δηλαδή, που η Φραγκογιαννού ευχόταν για τον εαυτό της -να μην είχε καν γεννηθεί- αρχίζει να πιστεύει πως αποτελεί την ιδανική διέξοδο για τα φτωχά κορίτσια που συναντά στον περίγυρό της. Η έλλειψη ύπνου, οι αναμνήσεις από τη ζωή της, αλλά και η μίζερη ζωή της κόρης της με τον φτωχό μαραγκό που είχε παντρευτεί, κορυφώνουν σταδιακά την απέχθεια που αισθάνεται η Φραγκογιαννού για την άδικη μοίρα των γυναικών. Ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή δυστυχίας. Η Φραγκογιαννού, επομένως, εκλογικεύει τις αποτρόπαιες πράξεις της, ερμηνεύοντάς τες ως ευεργεσία απέναντι στις φτωχές οικογένειες, καθώς τις απαλλάσσει από τη δυσβάσταχτη υποχρέωση να προικίσουν τα κορίτσια τους. Η ηρωίδα δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι αφαιρεί ανθρώπινες ζωές και πως αυτό αποτελεί μια ανήθικη και εντελώς αντιχριστιανική πράξη, μιας και είναι πεπεισμένη πως η ζωή που περιμένει τα μικρά αυτά κορίτσια θα είναι μαρτυρική.
Έτσι, η φόνισσα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα εξαιρετικά σκληρή, χωρίς ευαισθησίες και συναισθηματισμούς. Διακατέχεται από έντονο μισογυνισμό, καθώς σε όλα τα θηλυκά παιδιά βλέπει τη δική της επίπονη πορεία. Για τη Φραγκογιαννού δεν υπάρχει τίποτε το θετικό στη ζωή μιας γυναίκας, γι' αυτό και θεωρεί προτιμότερο να μη γεννιούνται καν κορίτσια. Γι' αυτό άλλωστε όταν εκφράζεται θετικά για τα αρσενικά παιδιά, εκφράζει έμμεσα τη σκέψη πως η ζωή της θα ήταν σαφώς καλύτερη αν δεν ήταν γυναίκα. Η φόνισσα είναι επιπλέον κυνική καθώς, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη της τα συναισθήματα των γονιών θεωρεί πως ο θάνατος των κοριτσιών θα αποτελέσει γι' αυτούς μια μεγάλη ανακούφιση.
 ‘Όμως, ας μη λησμονούμε ότι πίσω από τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φόνισσας κρύβεται ένας άνθρωπος εξαιρετικά πληγωμένος, που πέρασε μια ζωή γεμάτη βάσανα και πίκρες. Στοιχείο που δεν την αθωώνει βέβαια αλλά μας βοηθά να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία που έχουν τα βιώματα και οι εμπειρίες του ανθρώπου στην τελική διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Έτσι οι αναγνώστες του έργου παρά τα αδυσώπητα εγκλήματα της γριάς Χαδούλας, συμπονούν στο τέλος τη δύστυχη γυναίκα, κυρίως για το γεγονός ότι γεννήθηκε γυναίκα σε λάθος τόπο, σε λάθος εποχή, γεννήθηκε γυναίκα σε μια εποχή, που αποφάσιζαν άλλοι για την ίδια.

Η αστή κι «ανύπαρκτη» μάνα της Πηνελόπης Δέλτα
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε αργότερα τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου).Οι "Πρώτες Ενθυμήσεις "είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό. 
Η Πηνελόπη Δέλτα θυμάται αλλά και σχολιάζει τα παιδικά της χρόνια και τη σκληρή ανατροφή της. Ταυτόχρονα καταγράφει την ιστορία των προγόνων της και ορισμένα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία. Στις αυτοβιογραφικές Πρώτες Ενθυμήσεις – που καλύπτουν τα δεκαπέντε πρώτα χρόνια της ζωής της Πηνελόπης, κόρης του Εμμανουήλ και της Βιργινίας Χωρέμη Μπενάκη δίνεται η περιγραφή μιας εποχής και μιας ανερχόμενης αστικής οικογένειας στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας. Μιας αποκαλύπτεται ακόμη πως τα τραύματα της παιδικής ηλικίας σημάδεψαν τη ζωή και το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, και προσδιόρισαν τη στάση της απέναντι στο παιδί και τη διαπαιδαγώγησή του. Σημαντικές ωστόσο είναι και οι καθαρά λογοτεχνικές αρετές στο κείμενο αυτό, όπου η αμεσότητα της αυθόρμητης και ανεπεξέργαστης γραφής υπηρετεί με ζωντάνια, με κέφι, με πίκρα, με αληθινή συγκίνηση και στοχαστική σκέψη το ποικιλόμορφο και πολυδιάστατο αυτό αφήγημα.
Η μητέρα μας, υψηλή και κείνη, έμορφη, με ωραιότατο χρωματισμό, γαλανά μάτια, καστανά μαλλιά, κόκκινα χείλια, ωραίο στάσιμο, αυστηρή και κείνη, στέκονταν μακριά μας, σα θεότης, που τη λατρεύεις χωρίς να προσπαθείς να την πλησιάσεις. Χάδια από κείνην δεν είχαμε, ούτε ποτέ μας εγκαρδίωνε να της πούμε τον καημό μας. Μας μπάτσιζε ο πατέρας κάποτε, αλλά σπανιότερα από τη μητέρα, που ζούσε περισσότερο στο σπίτι και τιμωρούσε συνεπώς συχνότερα και ευκολότερα. Τη φοβούμασταν περισσότερο, γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον πατέρα πού έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη, τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υπηρεσία και παιδιά διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ' αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα. Μάς είχε μάθει και μας, πως ήταν κακό να κοιτάζεις στον καθρέφτη. Μα αν ήταν κακό, γιατί το έκανε ή μαμά; Και αν δεν ήταν κακό, γιατί το έκανε κρυφά; (….)Ήταν αγέρωχη, τυραννική, αμείλικτη συχνά η μητέρα. Όλοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Όταν νόμιζε πως ένα πράμα ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφορώντας αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές. Ποτέ δεν ομολογούσαμε πως μας πόνεσε ένας μπάτσος ή το τράβηγμα του αυτιού. Σιωπηλοί, ντροπιασμένοι, γυρεύαμε να κρύψομε ο ένας του άλλου το τσούξιμο που μαρτυρούσε το κοκκινισμένο μάγουλο, ή, αν δεν ήταν τρόπος να το κρύψομε, το ρίχναμε στην καυχησιολογία, τάχα «πως δεν πονούσε το χέρι της μαμάς», ενώ πονούσε πολύ, χέρι λεπτό, με όμορφα μακριά δάχτυλα, χέρι δυνατό, που καταπιάνουνταν όλες τις δουλειές και που διεύθυνε τα πάντα και τα έβγαζε όλα πέρα.(….)Θυμούμαι το αίσθημα αυτό, στη στενοχωρεμένη μου παιδική ζωή. Όλο το σπίτι, η ατμόσφαιρα του, η αυστηρότης του, η έλλειψη τρυφερότητος, βάραινε απάνω μου σα βραχνάς. Όταν όμως έμπαινα στο σπουδαστήριο μας, μου φαίνουνταν πως ανέπνεα ατμόσφαιρα ανωτερότητος. 
H ανακάλυψη του βιβλίου της Μίτση Πικραμένου, ήταν μια πρωταρχική έκπληξη για μία νέα δημιουργό που εξέδωσε μια ογκώδη εργασία. Η συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο, ως Πηνελόπη Δέλτα, ξεδιπλώνει τη ζωή της. Ανάμεσα στα άλλα, στο αξιόλογο βιβλίο «η κυρία με τα μαύρα» εκδόσεις τετράγωνο αναφέρεται: « Οι γονείς μου ήταν ενωμένοι σα γροθιά. Ήταν αξιοπρόσεκτο ότι προείχε η σχέση τους ως ζευγάρι απέναντι στη σχέση, που είχαν ως γονείς»….κι αλλού.. « ..παντρεύτηκα για να ξεφύγω από τη μητρική και πατρική εποπτεία. ..Η μητέρα με μεγάλωνε με γνώσεις προς αναζήτηση ενός συζύγου της τάξης μας όπως το να εμφανίζομαι σε βαρετές οικογενειακές συγκεντρώσεις».
Η Πηνελόπη Δέλτα είχε επιφανείς γονείς, είχε κοινωνική μόρφωση από τη μητέρα της, είχε πλείστα αγαθά και μια αξιοζήλευτη ελευθερία για μόρφωση, όμως δεν είχε τη μάνα της φίλη και σύμμαχο, όπως θα πρέπει να είναι κάθε μάνα, που γεννά ένα ευαίσθητο, σχεδόν αλαφροΐσκιωτο κορίτσι, που τίποτα άλλο δεν τη συγκινεί στον κόσμο παρά να την αφουγκραστούν, να τη νιώσουν και τελικά να την αγαπήσουν.

Η «Δεσποινιώ», η μάνα του ξενιτεμένου Γιωργή.
Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Στο χωριό του χρωστάει και το επώνυμο που του δόθηκε αντί του πραγματικού Μιχαηλίδης. Πολύ νωρίς ορφάνεψε από πατέρα και γνώρισε τον πόνο και τη φτώχια, καθώς η μητέρα του αγωνιζόταν ολομόναχη να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα στη στέρηση, παρέα με φτωχούς βοσκούς και αγρότες της Βιζύης και κοντά στην μητέρα του που την αγαπούσε πολύ και την έκανε ηρωίδα στα περισσότερα έργα του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε ο Βιζυηνός στο χωριό του, αλλά πολύ νωρίς, για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές του ανάγκες, πήγε στην Πόλη κοντά στο ραφτάδικο του θείου του. Στην Πόλη είχε την τύχη να βρει τίμιους και ισχυρούς προστάτες, οι οποίοι τον βοήθησαν να μορφωθεί και να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Κύπρου Σωφρόνιο τον οδήγησε στην απόφαση να μεταβεί στην Κύπρο με σκοπό να γίνει κληρικός. Η ζωή του κληρικού όμως φαίνεται να ήταν κάτι που δεν τον εξέφραζε, γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Κύπρο, επανήλθε στην Πόλη και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης. Με την οικονομική στήριξη του πλούσιου ομογενή Γεωργίου Ζαρίφη μετέβη στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Το 1875, επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή, εγκαταλείπει την Αθήνα και πηγαίνει στη Γοττίγγη της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφία. Δύο χρόνια αργότερα φοιτά στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και γίνεται διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου (1881). Σημαντική επίδραση στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έπαιξε η γνωριμία του με το φιλόσοφο και τεχνοκριτικό Πέτρο Βράιλα Αρμένη στο Λονδίνο, ο οποίος τον ώθησε να μελετήσει την επτανησιακή λογοτεχνία, από την οποία επηρεάστηκε βαθιά. 
Το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού είναι το Το αμάρτημα της μητρός μου που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1883 με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του Βικέλα. Με το έργο αυτό, που ξεχωρίζει για την ψυχογραφική του διάσταση, ο Βιζυηνός άνοιξε ουσιαστικά το δρόμο της ηθογραφίας. Πρόκειται για την εξιστόρηση ενός οικογενειακού δράματος με κεντρική μορφή τη μητέρα του αφηγητή. Η μητέρα του αφηγητή άθελά της στον ύπνο της καταπλάκωσε τη μικρή κόρη της και το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει σε όλη της τη ζωή. Με το «αμάρτημα» έχουμε ασχοληθεί σε παλαιότερη εισήγηση. Σήμερα θα εξετάσουμε την ψυχική διακύμανση της μάνας του συγγραφέα- κι εν τέλει κάθε μάνας κάθε εποχής- που αποχωρίζεται το παιδί της  και μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία. Ήδη, φίλες και φίλοι, θα έχετε διαπιστώσει από το σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Βιζυηνού, ότι εξαιτίας της ανέχειας αρχικά κι αργότερα για παιδευτικούς λόγους, ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μητρική αγκαλιά σε ηλικία περίπου 10 ετών. Ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό ηθογράφημα «το αμάρτημα της μητρός μου» γράφει συγκινητικά: «  Μή κλαίγῃς μητέρα, τῇ εἶπον ἀναχωρῶν. Ἐγώ πηγαίνω πιά νά κάμω παράδες. Ἔννοια σου! Ἀπό τώρα καί νά πάγῃ θά σέ θρέφω καί σένα καί τό παραπαῖδί σου. Ἀλλά, ἀκούεις; Δέν θέλω πιά νά δουλεύῃς! Δέν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετές παιδίον ὄχι τήν μητέρα, ἀλλ' οὐδέ τόν ἑαυτόν του δέν δύναται νά θρέψῃ. Καί δέν ἐφανταζόμην, ὁποῖαι φοβεραί περιπέτειαι μέ περιέμενον καί πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νά ποτίσω τήν μητέρα μου διά τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι' ἧς ἤλπιζον νά τήν ἀνακουφίσω. Ἐπί πολλά ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ' οὐδέ μίαν ἐπιστολήν κατώρθωσα νά τῇ στείλω. Ἐπί πολλά ἔτη παρεμόνευεν εἰς τούς δρόμους, ἐρωτῶσα τούς διαβάτας μή μέ εἶδον πουθενά.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐτούρκευσα.
 
Νά φᾶνε τή γλῶσσά τους πού τὤβγαλαν! — ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτός πού λένε, δέν μπορεῖ νά ἦτον τό παιδί μου! — Ἀλλά μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τό εἰκονοστάσιόν μας, καί προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρός τόν Θεόν, διά νά μέ φωτίσῃ νά ἐπανέλθω εἰς τήν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τάς ἀκτάς τῆς Κύπρου, καί ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τούς δρόμους.
 
Φωτιά νά τούς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τό λέν ἀπό τή ζούλια τους. Τό παιδί μου θενἄκανε κατάστασι καί πά' στόν Ἅγιο Τάφο. Ἀλλά μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τούς δρόμους, ἐξετάζουσα τούς διαβατικούς ἐπαίτας, καί μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανείς «καραβοτσακισμένος» μέ τήν θλιβεράν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τό ἴδιόν της τέκνον, μέ τήν πρόθεσιν νά δώσῃ εἰς αὐτόν τά στερήματά της, ὅπως τά εὕρω ἐγώ εἰς τά ξένα ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἄλλων. Καί ὅμως, ὁσάκις ἐπρόκειτο περί τῆς θετῆς αυτῆς θυγατρός, τά ἐλησμόνει ὅλα ταῦτα καί ἐφοβέριζε τούς ἀδελφούς μου, ὅτι ἐλθών ἐγώ ἀπό τά ξένα θά τούς ἐντροπιάσω διά τῆς γενναιότητός μου, καί θά προικίσω καί θά ὑπανδρεύσω τήν κόρην της ἐν πομπῇ καί παρατάξει.
— Ἔ; Ἀμ' τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τό παιδί μου μέ τό ὑποσχέθηκε! Ἄς ἔχῃ τήν εὐχή μου!
Εὐτυχῶς αἱ κακαί ἐκεῖναι εἰδήσεις δέν ἦσαν ἀληθεῖς. Καί ὅταν, μετά μακράν ἀπουσίαν, ἐπέστρεψα εἰς τόν οἶκόν μας, ἤμην εἰς θέσιν νά ἐκπληρώσω τήν ὑπόσχεσίν μου, ὡς πρός τήν μητέρα μου κἄν, ἡ ὁποία ἦτο τόσον ὀλιγαρκής.
» 
Παρατηρούμε μέσα στο χωρίο που προηγήθηκε όλες της διακυμάνσεις στην ψυχή της Δέσποινας. Φόβος πως το παιδί της έγινε τούρκος ή έχει καταστραφεί οικονομικά, απόγνωση για την τύχη της ζωής του, ελπίδα, πως ο γιός είναι ζωντανός μετά από ναυάγιο και τέλος παρακλητική ικεσία στη θεϊκή χάρη της Παναγίας, -είναι άλλωστε συνήθεια των Ελληνίδων μανάδων ακόμη και σήμερα να προσεύχονται και να τάζουν στην παναγιά για τα παιδιά τους- παράκληση να βοηθήσει το γιό της , να τον φωτίσει να βρει τον ίσιο δρόμο. Η Δεσποινιώ κλονίζεται, φοβάται, βρίσκεται σε απόγνωση για τις περιπέτειες του ξενιτεμένου γιού αλλά έχει υψηλά αποθέματα απαντοχής και κουράγιου, που τα ανασύρει επιτυχώς για να ισορροπήσει ψυχικά. Άλλωστε γνωρίζει πως είναι ο φάρος στη δύσκολη και σκοτεινή ζωή των παιδιών της. 

Ζάβαλη  Μάϊκω  Η μάνα του πολέμου
Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω, που τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α' παγκοσμίου πολέμου  (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Στο β' απόσπασμα (Ζάβαλη μάικω) ο λοχίας Κωστούλας φιλοξενείται σ' ένα σπίτι χωρικών της περιοχής του Μοναστηρίου.

«…με το φτωχότατο ετούτο γλωσσικό εργαλείο που το 'φκιασα μόνος και μοναχός μου σα Ρομπινσόνας, ανακάλυψα σήμερα ένα θησαυρό. Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής από κείνους που σε κάμουν να καμαρώνεις γιατ' είσαι άνθρωπος.
Πρόκειται για τη σπιτονοικοκυρά μου την Άντσιω.
Αναφουφουλιάζει και φρεσκάρει κάθε μέρα το στρωμάτσο που μου γέμισε με καλαμποκόφυλλα. Μου φέρνει μια χοντρή κούπα γάλα κάθε πρωί κι όλη την ώρα που τη ρουφώ, γέρνει πλάι το κεφάλι και με βλέπει σοβαρά και ιλαρά* με τα χέρια ενωμένα στην ποδιά της. Με κανακεύει σαν ένα άρρωστο μωρό. Είναι μια φροντίδα στοχαστική και προνοητική, πολύξερη όσο κι απλή στην εκδήλωσή της. Μου την προσφέρει με μιαν ήσυχη και σεμνή αφέλεια, που μολαταύτα κάποτες παίρνει μια μορφή επίσημη, σχεδόν τελετουργική. Αυτή η μεγαλόπρεπη μητέρα, με το λευκό και αυστηρό πρόσωπο, με τα γυμνά καθαρά πόδια και το πολύζωστο τριχόσκοινο στη μέση, είναι μια γυναίκα από άλλη φυλή, και δεν έγιναν ακόμα είκοσι μέρες που τη γνώρισα. Ωστόσο προβλέπει μ' ένα θαυμαστόν τρόπο ένα σωρό μικροπράγματα για ανάγκες και συνήθειές μου που δεν ήταν ποτές δικές της. Τις μυρίζεται με το ένστιχτο που μόνο το μητρικό φίλτρο*γυμνάζει μέσα στις γυναίκες. Και τις θεραπεύει με μια σοβαρή καλοσύνη, τόσο σοβαρή, που ποτές μου δεν τόλμησα να της πω ένα ευχαριστώ. …Δε θα 'κανα άλλο παρά να λέω και να ξαναλέω από το πρωί ως το βράδυ «σπολλάτ* γκοσποντίνα*» για όλες τις μικρές ευεργεσίες που μου γίνονται κάθε στιγμή μέσα στο σπίτι της. Καταλαβαίνω μονάχα πως ξεχειλάει μέσα μου μια θάλασσα ευγνωμοσύνης σιωπηλής και συγκρατημένης. Είναι ένα δυνατό μύρο που μαζεύεται αξεθύμαστο στην καρδιά μου, σαν μέσα σε βουλωμένο μυρογυάλι.
Λοιπόν αυτό που έμαθα σήμερα είναι πως η Άντσιω έχει δύο γιους στρατιώτες. Είναι στα χαρακώματα του Περιστεριού* αυτά τα παιδιά. Μαζί με τους οχτρούς που 'χαμε αντίκρυ μας. Αυτός είναι ο θησαυρός που ξεσκάλισα σήμερα μέσα σ' αυτή τη χωριάτικη ψυχή, που 'ναι αγνή σαν τ' απάτητο χιόνι.
Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούν, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μάς δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικόν κόσμο[...]
Έτσι, το πάρσιμο των δυο παλικαριών της στον πόλεμο η Άντσιω το δέχεται σαν ένα βαρύ κακό που 'πεσε μέσα στο σπίτι, σαν οργή Θεού.
Υποτάζεται ταπεινά και καρτερικά σ' αυτή την ακαταγώνιστη δυστυχία, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της. Και μονάχα προσεύκεται. Κι εμένα, που στάθηκα τόσους μήνες με οπλισμένο χέρι αντίκρυ στα παιδιά της, που μπορεί και να τα σκότωσα μέσα στη φαντασία της, με βλέπει το ίδιο σαν ένα ακόμα θύμα της ίδιας θεομηνίας. Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ' ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο. Είμαι και 'γω στα μάτια της μονάχα ένας «άσκερ»*, ένας «ζάβαλη άσκερ», δυστυχισμένος στρατιώτης. Ωστόσο μπορούσε περίφημα μια νύχτα, σε κάποια σύγκρουση περιπόλων που τρακάρουνε στα τυφλά, μπορούσε να τύχαινε η καρδιά των παιδιών της αντίκρυ στη λόγχη μου. Κι η λόγχη μου θα 'μπαινε βαθιά, θα 'μπαινε ψυχρή μέσα στην καρδιά των παιδιών της. Θα 'μπαινε, καημένη Άντσιω, μέσα στη δική σου την καρδιά. Μα δεν το βάζει ο νους της να μολέψει με μια τέτοια σκέψη την απλωτή χειρονομία της, σαν μου προσφέρνει στη χοντρή χωματένια κούπα με τα κόκκινα και μαβιά λουλούδια το φρεσκοαρμεγμένο γάλα της γελάδας. Αυτό που μου τ' αρμέγει τραγουδώντας κάτω στο ντάμι* η κόρη της η Γκιβέζω, η γλυκιά αδερφή των δύο άγνωστών μου οχτρών. Και σα μου φρεσκάρει το στρωμάτσο για να το κάμει όσο είναι βολετό πιο ξεκουραστικό για το πονεμένο κορμί μου, δε συλλογιέται πως μπορεί ο ίδιος εγώ αύριο-μεθαύριο να ξεκοιλιάσω τα παιδιά της. Με ρωτάει όμως συχνά για τη μάνα μου:
— Τώρα θα κλαίει;
— Ναι, θα κλαίει.
— Και θα σας απαντέχει;
— Θα μας απαντέχει...
— Ζάβαλη μάικω!
Σωπαίνει, κρατά τη σαγίτα και με κοιτάζει με αγαθά, γαλάζια μάτια. Ύστερα λέει με μονότονη φωνή:
— Πρώτα μου τα πήραν οι Σέρβοι. Τα κατέβασαν από το κάρο, τα 'δειραν και μου τα πήρανε. Είστε Σέρβοι, φώναζαν, γιατί δεν θέλετε να πολεμήσετε το Βούλγαρο; Κατόπι ήρθαν μαζί με τους Γερμανούς οι Βούλγαροι. Είστε Βούλγαροι, φώναζαν. Μπρος, να πολεμήσετε το Σέρβο. Και άιντε ξύλο, και άιντε φυλακή.
— Ζάβαλη μάικω!».
 Ο Μυριβήλης μας συγκινεί με-την ανιδιοτελή και ευγενική μορφή της Άντσιως, που με περισσή τρυφερότητα και στοργή περιποιείται και φροντίζει το φιλοξενούμενό της, σαν να επρόκειτο για δικό της παιδί. Διακρίνουμε δηλαδή εδώ την πάντοτε αστείρευτη διάθεση της μητέρας -οποιασδήποτε μητέρας- για προσφορά στο συνάνθρωπο, πόσο μάλλον εάν αυτός είναι και τραυματίας. Το ψυχικό μεγαλείο της σπιτονοικοκυράς κάνει το λοχία να πιστεύει πως και η έκφραση ευγνωμοσύνης του προς εκείνην θα τη μείωνε, θα φάνταζε πολύ μικρή σε σχέση με την απεραντοσύνη της υποχρέωσης που νιώθει. Καθώς θίγεται και το θέμα  της ψυχικής δηλ. αγνότητας των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, που η ζωή τους δεν έχει ακόμη μολυνθεί από τη φθοροποιό δύναμη του πολιτισμού, η Άντσιω είναι η απλή μάνα, που σε κάθε πολεμική εποχή σφίγγει τα δόντια και υψώνεται στη σφαίρα της αγίας, όταν συντρέχει τον άγνωστο στρατιώτη, βλέποντας στο πρόσωπό του το δικό της παιδί..

Η υποταγμένη στο σύζυγο μάνα της Στέλλας Βιολάντη
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (Κων/πολη 9 Δεκεμβρίου 1867 – Αθήνα 14 Ιανουαρίου 1951) ήταν Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων.Το έργο του «Στέλλα Βιολάντη»χρονολογείται το 1909, το έγραψε δηλαδή σε μια εποχή μετά την ανορθωτική προσπάθεια του Χ. Τρικούπη στην πολιτική ζωή (1881 κ.ε) και πριν τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13).
Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο, όπου η 19χρονη Στέλλα Βιολάντη, κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορα Παναγή Βιολάντη, γνωρίζει έναν γοητευτικό νέο, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος εργάζεται στο τηλεγραφείο κι έχει συνηθίσει χάρη στο καλό παρουσιαστικό του να κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια και τον έρωτα των κοριτσιών του νησιού. Αρχίζει να διεκδικεί επίμονα την προσοχή της Στέλλας, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την πείσει πως αγαπά μόνο εκείνη και πως αδιαφορεί για όλες τις άλλες. Ένα βράδυ, μάλιστα, της δίνει ένα γράμμα με το οποίο της εξομολογείται τον έρωτά του. Η Στέλλα διαβάζοντας το γράμμα ξεγελιέται και θεωρεί πως ο Χρηστάκης την αγαπά πραγματικά. Απαντά στην επιστολή και φαντασιώνεται μέχρι που ο σκληρός πατέρας μαθαίνει τι συμβαίνει, ξυλοφορτώνει και κλειδώνει τη Στέλλα στο δωμάτιό της. Ο εύελπις γαμπρός εξαφανίζεται και η κοπέλα πεθαίνει από τη λύπη της.
 Εντύπωση μας προκαλεί η στάση της μητέρας απέναντι στην κόρη της. Αν μια ανάλογη ιστορία συνέβαινε σήμερα, η μάνα θα παρέμβαινε και ίσως θα έσωζε την κόρη μαλακώνοντας την πατρική καρδιά. Αντίθετα, η Μαρία Βιολάντη, η μητέρα της Στέλλας ήλπιζε πως θα έπειθε την κόρη της να ζητήσει συγχώρηση από τον πατέρα της, πέφτοντας εν ανάγκη ακόμη και στα πόδια του, για να μπορέσουν επιτέλους να συμφιλιωθούν. Κάτι που θα έθετε αφενός τέρμα στην τιμωρία της Στέλλας και αφετέρου με την ευκαιρία του δεκαπενταύγουστου θα τερμάτιζε τα σχόλια του κόσμου για την παρατεταμένη αδιαθεσία της, αφού θα την έβλεπαν και πάλι στο γιορτινό τραπέζι. Η Μαρία Βιολάντη επιθυμούσε βέβαια να απαλλάξει την κόρη της από την οργή του Παναγή, κι από τον καθημερινό ξυλοδαρμό, όχι όμως γιατί θεωρούσε πως η Στέλλα είχε δίκιο να αποζητάει τον έρωτα ενός άνδρα ταπεινότερης κοινωνικής θέσης. Ως προς αυτό δεν θα τολμούσε ποτέ να φέρει αντίρρηση στο σύζυγό της, έστω κι αν η ίδια είχε διαφορετική άποψη. Άλλωστε, ήξερε καλά πως ήταν παράλογο στο πλαίσιο μιας οικογένειας να γίνεται οτιδήποτε χωρίς την έγκριση του πατέρα.
Η δική της πρόθεση ήταν να γλιτώσει την κόρη της από τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει, ιδίως από τη στιγμή που δεν είχε προκύψει κάποιο σκάνδαλο, κι ήταν εύκολο να αποκατασταθεί η τιμή του κοριτσιού της. Το γράμμα που είχε στείλει στο Χρηστάκη το είχαν πάρει πίσω,  κι εκείνος φοβισμένος από τις απειλές του Παναγή δεν επρόκειτο πια να πει τίποτε σε κανέναν, οπότε τα πράγματα μπορούσαν να διορθωθούν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ξεκαθαρίσει η Στέλλα στον πατέρα της πως παρέμενε υποταγμένη στη θέλησή του. Αν η Στέλλα άφηνε τον πατέρα της να της βρει τον κατάλληλο σύζυγο, όπως ήταν άλλωστε το δεδομένο εκείνης της εποχής, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην, κι η Στέλλα θα γλίτωνε από τον εγκλεισμό της. Η μητρική, ωστόσο, ανησυχία δεν ήταν για κανένα λόγο ισχυρότερη από τη θέληση του πατέρα, οπότε αν η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, η μητέρα της δεν υπήρχε περίπτωση να την υποστηρίξει. αναγνώριζε στο σύζυγό της την εξουσία που κατείχε κάθε άντρας στις τότε πατριαρχικές κοινωνίες. Εκείνος αποφάσιζε για οτιδήποτε αφορούσε τα παιδιά του και τη γυναίκα του, όπως και για κάθε άλλο μέλος της οικογένειας που ζούσε στο σπίτι του -στην προκειμένη περίπτωση η μεγάλης ηλικίας αδελφή του. Η σαφής αυτή υποταγή στη θέληση του συζύγου της ενισχυόταν κιόλας από το φόβο που της προκαλούσε η οργή του∙ βρισκόταν ωστόσο στο συνηθισμένο για την εποχή πλαίσιο. Καμία γυναίκα δεν μπορούσε να αντιταχθεί στις αποφάσεις του συζύγου της, όπως φυσικά και κανένα παιδί. Τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής εκείνης (β΄ μισό του 19ου αι. και αρχές του 20ού αι.) δεν επιτρέπουν καμιά ελευθερία στις γυναίκες και στερούν από αυτές κάθε δικαίωμα προσωπικής βούλησης και επιλογής.
Ο πατέρας ήταν εκείνος που φρόντιζε για την οικονομική στήριξη της οικογένειας, όπως και για την προίκα των κοριτσιών, κι άρα ήταν εκείνος που έπαιρνε όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Το ενδεχόμενο, άλλωστε, να παρακούσει ένα από τα παιδιά ή η σύζυγος τις προσταγές του πατέρα, σήμαινε γι’ αυτόν και για όλη την οικογένειά του μεγάλη προσβολή. Θα την άφηνε να υποστεί την οργή του πατέρα της, αφού εκείνος ήταν ο μόνος και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της οικογένειας. Κάθε θηλυκό μέλος της οικογένειας έπρεπε να δείξει τυφλή υποταγή και να ζει υπό τη σκιά του αρσενικού.

Η Μάνα, που αποποιείται το ρόλο της, η Νίνα Αραβαντινού, στο «Τρίτο Στεφάνι» του Κ. Ταχτσή
Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το μοναδικό μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1962, σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία.
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το Τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Το μοναδικό του μυθιστόρημα γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, ως ένας πιστός και αληθινός πίνακας της νεοελληνικής ζωής.
Ο Ταχτσής στο
 «Τρίτο Στεφάνι»δεν μιλά άμεσα για τον εαυτό του, αλλά δραματοποιεί το αυτοβιογραφικό υλικό και πιο συγκεκριμένα τη σχέση του με τη μητέρα του και κυρίως με τη γιαγιά του. Τα γεγονότα διαδραματίζονται κυρίως στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, με βασικές πρωταγωνίστριες τη Νίνα και την Εκάβη, οι οποίες αποδίδουν πειστικά την ατμόσφαιρα αυτής της περιόδου, μέσα από την αφήγηση της πολύπαθης ζωής τους. Ο λόγος είναι για διαλυμένα σπίτια, συζυγικούς καβγάδες και απιστίες, οιδιπόδεια συμπλέγματα, πόρνες και θαυματουργές οσίες, απατεώνες κίναιδους, τοξικομανείς. Συναντάμε ακόμα ένα άσπονδο, βαθύ μίσος γυναικών, της κόρης για τη μάνα.  Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια είναι ηΝίνα Αραβαντινού, γεννημένη το 1901, η οποία μας συστήνει όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου. Η Νίνα, κατά τη Δέσποινα Πατεράκη, είναι ένας πολύ συντηρητικός χαρακτήρας, που έχει τις μικροαστικές ανησυχίες μιας ξεπεσμένης αριστοκράτισσας και που, λόγω των συνθηκών της ζωής, αναγκάζεται να φαίνεται πιο προοδευτική και απελευθερωμένη από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί και τους τρεις γάμους της. Είναι μια νέα, απλή, αστή γυναίκα του Μεσοπολέμου. Από την εισαγωγή κιόλας του έργου προβάλλει μπροστά μας μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, για την οποία ακόμα και η ίδια η κόρη της, που τη χαρακτηρίζει ως «χαραμοφάγα», «Μέδουσα», «ανθρωπόμορφο τέρας», «κόμισσα», είναι ανεπιθύμητη. Η Νίνα λέει χαρακτηριστικά: «Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!... Τι πληγή είν’ αυτή που μου ‘στειλες θε μου;» Ή σε άλλο σημείο: «Δεν παραλείπει ευκαιρία να με συγχύσει και να μου κάνει τη ζωή μαύρη». Είναι πεποίθηση της Νίνας ότι η κόρη της δεν θα τη “γηροκομήσει” όπως θα έπρεπε, οπότε έπρεπε να βρει άλλη εναλλακτική […]» Όπως αναφέρει, τον καιρό που αποφάσισε να παντρευτεί το Θόδωρο, υπολόγισε όλα τα υπέρ και τα κατά: «Η Μαρία, είπα με το νου μου, είναι σαν το ναυαγό που πνίγεται… Αν κάνω πως πάω κοντά της να τη σώσω, θα με παρασύρει και μένα στον πάτο. Ας σωθώ εγώ τουλάχιστον […]» Ως γυναίκα -μητέρα παραμένει ανήθικη. Τόσο, γιατί ξέρει ότι φέρεται άσχημα στην κόρη της, αλλά κυρίως γιατί η κόρη της δεν είναι καρπός ενός ευτυχισμένου γάμου»  Η Νίνα, θα λέγαμε ότι δεν είναι μια στοργική και τρυφερή μάνα. Αποκαλεί συνεχώς την κόρη της «αχάριστο πλάσμα»,«βρωμοθήλυκο», «κτήνος», «λάμια», «έκτρωμα της φύσης», «μπαστάρδικο του Φώτη», «φαρμακομύτα», «αχάριστη φύτρα του Φώτη».  Η Νίνα αισθάνεται εγκλωβισμένη από τη γέννηση της Μαρίας, αν το παιδί δεν υπήρχε η ίδια θα ήταν ελεύθερη. Δεν έχει κακή ψυχή. Φοβάται τα γεράματα και τη μοναξιά. Μια μοναξιά, που θα εμφανίζεται όλο και συχνότερα στη ψυχή κάθε μάνας του 21ου αιώνα.
Η Δίκαιη και Δυναμική μάνα Σιόρα Επιστήμη Τρινκούλαινα του Κ. Θεοτόκη.
Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872  1 Ιουλίου 1923) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα και υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι.
«Στην Τιμή και το Χρήμα —το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο διήγημα του Θεοτόκη— περιγράφεται ιδιαίτερα το κερκυραϊκό προάστιο, το Μαντούκι, και γενικά η κατάσταση της Κέρκυρας στην εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Θεοτόκη. Αντίθετος προς το συνονόματό του, ο συγγραφέας καυτηριάζει σατιρίζοντας τα πολιτικά συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την πρόοδο του συστηματικού λαθρεμπορίου στις κερκυραϊκές ακτές και την εξαχρείωση του εκλογέα. Ανάμεσα σε όλη αυτή την κίνηση πλέκεται το τρυφερό και γεμάτο ποιητική αφέλεια ειδύλλιο της Ρήνης και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη το παρακολουθεί για να το χτυπήσει θανάσιμα. Έτσι ο συγγραφέας, αφού μας αποδείξει πόσο κυρίαρχα, πόσο τυραννικά, το χρήμα επιβάλλεται και στα δυνατότερα και αγνότερα αισθήματά μας, βάζει στο στόμα της Ρήνης τον ύμνο της αγάπης, ανώτερης απ' όλα τ' άλλα συναισθήματα, με μια φράση λιτή, χωρίς καμιά παράχορδη, επιδειχτική κραυγή, και που λιτότερη γίνεται στο στόμα της κοπέλας του λαού: "Με τα τάλαρα δεν αγοράζεις την αγάπη", λέει η Ρήνη του Αντρέα». 
 Η σιόρα Επιστήμη αναλαμβάνει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία τον ρόλο του άντρα. Αλλά δεν της αρέσει το αναγκαστικό του πράγματος, το οφειλόμενο στην αδυναμία του αντρός της. Για αυτό και τον προσβάλλει με όλους τους τρόπους μέσα στους τοίχους της οικογενειακής εστίας. Εκτός του σπιτιού όμως τα πράγματα αλλάζουν. Αντιμετωπίζοντας τις κοινωνικές σχέσεις σαν ένα ρινγκ  με βελούδινα γάντια, γίνεται το τείχος προστασίας της οικογένειας της  και της τιμής αυτής. Αυτό είναι που την ενδιαφέρει. Η τιμή της οικογένειας με βάση τις κοινωνικές νόρμες. Κι αυτές επικαλείται όταν, αρνούμενη να δώσει τα παραπάνω χρήματα στον Αντρέα, του λέει πως, αφού εξέθεσε  τη Ρήνη, οφείλει να την παντρευτεί. Το πλάνο της ζωής της, είναι η αποκατάσταση όλων των κορών της – πράγμα που την οδηγεί στην άρνηση της  να ρίξει τα άλλα της παιδιά και να δώσει τα παραπάνω χρήματα που ζητάει ο Αντρέας-  και, έχοντας συνείδηση του κοινωνικού πλαισίου, γνωρίζει πως τα χρήματα είναι αναγκαία γι' αυτό. Έτσι, δε διστάζει να αναμιχθεί (όπως και ο Αντρέας άλλωστε) σε  παράνομες πράξεις. Γιατί οι νόμοι της, απούσας κατά τα άλλα, πολιτείας το μόνο πράγμα που κάνουν είναι να  στέκονται εμπόδιο στην πραγμάτωση του σκοπού της. Κι αυτή η απουσία της πολιτείας είναι που την αναγκάζει στο τέλος να ενδυθεί τον ρόλο του άντρα και της οπλίζει με το μαχαίρι το χέρι στην ανόητη και άτσαλη προσπάθεια να προασπιστεί αυτοδικώντας την τιμή της οικογένειας. Η δική της δικαιοσύνη θα εμπνεύσει την κόρη της Ρήνη να καταλάβει κι εκείνη ότι η αγάπη δεν αγοράζεται ούτε πουλιέται και να αφήσει τον Ανδρέα παρόλο που είναι έγκυος στο παιδί του σε εποχές αντίξοες για μια «χαλασμένη» γυναίκα. Η σιόρα Επιστήμη δίδαξε- άθελά της- την κόρη της να πιστέψει στο ιδανικό της αγάπης, να μην το εξευτελίσει, να μην το ξεπουλήσει ακόμη και για την  κοινωνική της τακτοποίηση.
 .ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μια μάνα πάντα έχει στην ψυχή της αγάπη για το παιδί της. Όπως είπαμε όμως στην αρχή της συνάντησής μας, η ίδια αποτελεί ένα πολυπρισματικό πρόσωπο. Οι πλευρές του πρίσματος είναι κάποτε οι  δύσκολες ή οι εύκολες εποχές, οι κοινωνικές συμβάσεις, η μόρφωσή της, τα στέρεα θεμέλια και τα πρότυπα, που έχει αποκτήσει η ίδια από τη δική της μητέρα, η προσπάθεια να ισορροπήσει πάνω σε ένα αόρατο σκοινί πολλαπλών ρόλων κι απαιτήσεων. Τα πρέπει κάποιες φορές έρχονται σε αντίθεση με τα θέλω της. Τα παιδιά της είναι κάποτε η μοναδική ασχολία και διέξοδος κι άλλοτε η μητρότητα είναι απλά μια παράμετρος της ζωής της. Όπως και να έχει η μάνα είναι το πιο ευπροσάρμοστο ον πάνω στη γη. Κι αν η προσαρμοστικότητά της συνοδεύεται από συνειδητή αγάπη, ειλικρινείς προθέσεις και γνώση της ανεπάρκειας, τότε θα είναι ευτυχής η συνύπαρξη μητέρας και παιδιού.
Άλλωστε, όπως έλεγε και η Φιλουμένα Μαρτουράνο, στο ομώνυμο έργο του Εντουάρντο ντε Φίλιππο «Τα παιδιά είναι παιδιά και είναι όλα παιδιά μας….»
Σας Ευχαριστώ!                                                              (5.920 λέξεις).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου