«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

           
            Το θέμα της αποψινής ομιλίας αναφέρεται στην «Κοινωνική Πρόνοια στο Βυζάντιο», η οποία, πρέπει να τονιστεί εκ προοιμίου, ότι δεν είναι ενιαία και ταυτόσημα καθ’ όλη την διάρκεια της μακρόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό θα αναφερθώ σε λειτουργίες της σε διάφορες περιόδους.
            Η Βυζαντινή περίοδος άρχισε το 330 μ.χ., όταν ο Αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από την Ρώμη στο Βυζάντιο, αφού προηγουμένως, με το ιστορικό διάταγμα των Μεδιολάνων, παρεχωρείτο ανεξιθρησκία, που είχε σαν συνέπεια την διακοπή και απαγόρευση των διώξεων των Χριστιανών. Στη συνέχεια προέβη στην επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού. Καθοριστικά και τα δυο αυτά γεγονότα για την εδραίωση και την περαιτέρω πορεία του Χριστιανισμού.
            Η μεταφορά του κέντρου του γνωστού τότε κόσμου στο Βυζάντιο, είχε σαν αποτέλεσμα την θεμελίωση νέων ιδεών, νέων τάσεων, νέων στοιχείων και νέων θεσμών, που στο σύνολο τους χαρακτηρίζονται «Βυζαντινός Πολιτισμός», κράμα μιας διάδοχης Ρωμαϊκής και Ελληνικής κοινωνίας, κάτω βέβαια από ανατολίτικες επιδράσεις, αλλά κυρίως κάτω από το πνεύμα του Χριστιανισμού, που στην πρώτη του φάση εμφανιζόταν σαν η πιο αξιόλογη κοινωνικοπολιτική και θρησκευτική κοσμοθεωρία. Χωρίς αμφιβολία η νέα Θρησκεία κατέβαλε μεγάλες και αγωνιώδεις προσπάθειες στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου, προκειμένου να επιβληθεί και να αποκόψει ή και να περιορίσει κάθε δεσμό της κοινωνίας και των ηθών με τον προηγούμενο κόσμο, που μαζί με τις ειδωλολατρικές του θρησκείες περνούσε στάδια ηθικής, οικονομικής και πολιτικοκοινωνικής παρακμής.
            Έτσι ο Χριστιανισμός, βρήκε την οριστική του ολοκλήρωση και συμπορεύτηκε αρμονικά και αποτελεσματικά με την εκάστοτε κρατική πολιτική και ιδίως στους τομείς της Κοινωνικής Μέριμνας και της αντιμετώπισης γενικά των κοινωνικών προβλημάτων.
            Τότε η Εκκλησία, εκτός από την διάδοση της αληθινής Πίστεως που καταπολεμούσε τις ψεύτικες δοξασίες με ακαταμάχητη δραστηριότητα, εκτός από την πραγμάτωση της ιδέας της Χριστιανικής Δικαιοσύνης, εκτός από την διαχείριση της Εκκλησιαστικής περιουσίας, είχε σαν κύριο καθήκον να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που έδινε για ένα καλύτερο τρόπο ζωής για όλους τους πιστούς σε τούτο τον κόσμο, αλλά και για μια επουράνια γαλήνη στον άλλο, μεταθανάτιο κόσμο. Αυτή η υπόσχεση ήταν που έδινε στην Εκκλησία το δικαίωμα και την υποχρέωση να αναμιγνύεται σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής.  Και σε όσο βαθμό πετύχαινε η Εκκλησία να καλυτερεύσει την μοίρα όλων εκείνων που είχαν ανάγκη, είτε επρόκειτο για φτωχούς, είτε για γέροντες βασανισμένους, είτε για γυναίκες παραστρατημένες, είτε για άλλους αναξιοπαθούντες, άλλο τόσο έκανε πιστευτή την διαβεβαίωση που έδινε στον κόσμο για μια ουράνια ευδαιμονία.
Λόγω της μεγάλης φτώχειας που υπήρχε και των αντίξοων συνθηκών ζωής, η άσκηση φιλανθρωπίας έγινε πολύ γρήγορα ένα από τα κύρια καθήκοντα της Εκκλησίας, που γινόταν σε συνεργασία ή παράλληλα με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από μέρους της Πολιτείας.
Από του Μ. Κωνσταντίνου και εξής ιδρύονται από την Εκκλησία, από τους Αυτοκράτορες ή και από πλούσιους ιδιώτες φιλανθρωπικά Ιδρύματα, όπως «πτωχεία», καθώς ελέγοντο τότε τα Ιδρύματα για την περίθαλψη των φτωχών, Ορφανοτροφεία, αλλά και τα λεγόμενα «Ξενοδοχεία», που καίτοι ονομάζοντο ξενοδοχεία, δεν είχαν την σημερινή τους μορφή, αλλά περιέθαλπαν ξένους, περαστικούς, αλλά και ασθενείς και επειδή σε αυτά προσφερόταν και νοσοκομειακή περίθαλψη, ήσαν κατά κάποιο τρόπο συνώνυμα των Νοσοκομείων, ενώ κάθε ημέρα τα Ιδρύματα αυτά διένειμαν στους φτωχούς μεγάλες ποσότητες τροφίμων.
Πολλοί ιδιώτες εθεώρουν Χριστιανικό καθήκον να υπηρετούν τα Φιλανθρωπικά αυτά Ιδρύματα. Οι φιλάνθρωποι εκληροδότουν ή εχάριζαν εν ζωή περιουσιακά τους στοιχεία, τρόφιμα ή χρήματα.
Σε κάθε πόλη υπήρχαν προϊστάμενοι αυτών των Ιδρυμάτων, οι λεγόμενοι «Ξενοδόχοι», των οποίων το αξίωμα αυτό, δηλαδή του Ξενοδόχου, όπως και το αντίστοιχο του «Ορφανοτρόφου», είχε μεγάλη σημασία και θέση στην Βυζαντινή Ιεραρχία, την δε θέση του Ορφανοτρόφου την κατελάμβαναν πρώην Μητροπολίτες ή υποψήφιοι Μητροπολίτες και άλλοι ανώτεροι Κλητικοί ή ανώτεροι Υπάλληλοι, που ήσαν υπεύθυνοι μόνον έναντι του  Αυτοκράτορα.
Ορφανοτρόφος προίστατο του ονομαστού στην Κωνσταντινούπολη Ορφανοτροφείου, που ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα από τον Όσιο «Ζωτικό τον Ορφανοτρόφο». Τούτο δε ενισχύθηκε έπειτα οικονομικώς υπό του Ιουστινιανού, ενώ ανακαινίσθηκε επανειλημμένως υπό διαφόρων Αυτοκρατόρων, μέχρι του 11ου αιώνος. Ριζική ανακαίνιση και επαύξησή του ανέλαβε ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, που το ανανέωσε κατά το πρότυπο της παλαιάς «Βασιλειάδος», του περιλάλητου Φιλανθρωπικού Ιδρύματος του Μεγάλου Βασιλείου στην Καισάρεια. Από τον ίδιο Αυτοκράτορα ιδρύεται το Νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορα, το μεγαλύτερο του Μεσαίωνος.
Ο Αλέξιος, μετά την εκστρατεία του κατά των Τούρκων και την απελευθέρωση απείρων αιχμαλώτων και μικρών παιδιών, έπρεπε να φροντίσει περί αυτών των παιδιών, γι’ αυτό τα εγκατέστησε στο εν λόγω Ορφανοτροφείο, όπου, εκτός από την στέγαση και την διατροφή, παρήχετο μόρωση και μάλιστα, εκτός από την εγκύκλιο Παιδεία και την επαγγελματική μόρφωση, ελάμβαναν και ανωτέρα μόρφωση, αφού εδιδάσκετο ακόμα και  η Ρητορική. Όπως γράφει η θυγατέρα του Αυτοκράτορα Αλεξίου, η Άννα η Κομνηνή, το Ορφανοτροφείο αυτό διευθύνετο από «ενδοξότατους» άνδρες, ο δε Αλέξιος  εξασφάλισε δια χρυσοβούλων τα αναγκαία στο Ίδρυμα οικονομικά μέσα, τα οποία διεχειρίζετο ιδιαίτερη λογιστική Υπηρεσία.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το ονομαστό Ίδρυμα, την «Βασιλειάδα», που ίδρυσε ο Μ. Βασίλειος ως Επίσκοπος Καισαρείας. Ήταν παμμέγιστον Πτωχοκομείο και Νοσοκομείο, Ίδρυμα εξελιχθέν ολίγον μετ’ ολίγον σε πόλη 30.000 ανθρώπων, το «της ευσεβείας Ταμείον», κατά τον Ναζιανζηνόν και ακμάσαν καθ’ όλον τον 4ο και 5ο αιώνα. Εις το κέντρο υψούτο μεγαλοπρεπής Ναός, πλησίον του οποίου η απέριττος κατοικία του Ιεράρχου Βασιλείου, ο οποίος επεθύμει να βρίσκεται πλησίον των πτωχών και των ασθενών, περιποιούμενος ο ίδιος τις πληγές των λεπρών, ενώ στο χώρο του Ιδρύματος ήταν, εκτός από το Νοσοκομείο, το Πτωχοκομείο, το Λεπροκομείο, οι ξενώνες, τα οικήματα των προσκυνητών, των Ιατρών, των Νοσοκόμων, των αναρίθμητων υπηρετών καθώς και κήποι και τόποι περιπάτου για τους αναρρωνύοντες. Και όλο αυτό το τιτάνειο έργο δημιουργήθηκε από τον Μ. Βασίλειο μέχρι την ηλικία των 49 ετών, που απεβίωσε.
Μ. Βασίλειος: Μετά τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα στάλθηκε στο Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές. 21 ετών στην Αθήνα, όπου ανθούσαν τα γράμματα στην πασίγνωστη Φιλοσοφική Σχολή που αποτελούσε μαγνήτη όλου του κόσμου.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κλπ/ Συμμαθητές ήταν με τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον μετέπειτα Αυτοκράτορα Ιουλιανό.
Ύστερα από 4χρονες σπουδές γύρισε στην παρτίδα του, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του Δικηγόρου. Περιόδευσε την Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία για να γνωρίσει την ασκητική ζωή και τόσο γοητεύτηκε που πήγε στον Πόντο και έζησε ως Μοναχός 5 έτη. Κατόπιν εποίμανε ως Επίσκοπος Καισάρειας επί 9 έτη.
Κάποτε που ο Αυτοκράτορας Ουάλλης έστειλε τον Επίτροπο του, που υποστήριζε τον Άρειο και τον απείλησε με εξορία, δήμευση και μαρτυρικό θάνατο, του απάντησε «λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία έχω, την εξορία δεν την λογαριάζω γιατί σε αυτό τον κόσμο είμαι παρεπίδημος. Ούτε τα μαρτύρια φοβάμαι γιατί θα οδηγηθώ ποιο γρήγορα στον Θεό». Κι όταν αυτός του είπε «κανένας άλλος Επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι» αυτός του απάντησε «δεν θα μίλησες με πραγματικό Επίσκοπο».
Ο Μ, Βασίλειος για τα θέματα νοσηλείας είχε αφήσει το βιβλίο «περί του πώς δεί προσφέρεσθαι τους εν τω νοσοκομείω αρρώστοις».

ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΕΣ: Η Εκκλησία στο Βυζάντιο έκανε χρήση στο φιλανθρωπικό της έργο τις υπηρεσίες της τάξεως των  Διακονισσών που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στο θρησκευτικό και κοινωνικό της έργο. Εκτός από τις θρησκευτικές υπηρεσίες, όπως κατά την βάπτιση γυναικών  (πριν καθιερωθεί η νηπιοβάπτιση) φρόντιζαν τους αρρώστους και διακονούσαν στις ανάγκες των πτωχών και ορφανών. Ο 19ος Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου σημειώνει πως οι Διακόνισσες συνιστούσαν είδος χειροτονημένου κλήρου. Επειδή το προνοιακό τους έργο ελεγχόταν από τις τοπικές Εκκλησίες, οι Διακόνισσες διορίζονταν για να υπηρετούν σε μεγάλους Ναούς, σαν την Αγία Σοφία, στην οποία, με νόμο του Ιουστινιανού, υπηρετούσαν 40 Διακόνισσες. Η εν Τρούλλω Σύνοδος επέβαλλε να έχουν συμπληρώσει οι Διακόνισσες το 40ο έτος της ηλικίας τους.
Εκτός από τους άλλους φορείς και τα μεμονωμένα άτομα, οι ανάγκες των απόρων υπηρετούνταν μέσω ενός οργανισμού που ονομαζόταν «Διακονία», που κύριο έργο της ήταν η διανομή ελεημοσυνών και άλλων υλικών αγαθών στους πτωχούς, ξένους, άνεργους που ζούσαν ή συγκεντρώνονταν κοντά στα λιμάνια, αγορές, πλατείες, ακόμα πνευματική καθοδήγηση όπως συμβουλές, ενθάρρυνση και πνευματική καθοδήγηση. Οι υπηρεσίες του Οργανισμού «ΔΙΑΚΟΝΙΑ» περιελάμβαναν και φροντίδα για την καθαριότητα αυτών των ανθρώπων. Έτσι οι πτωχοί οδηγούνταν με την σειρά στα δημόσια λουτρά για το λούσιμο τους.
Εκείνους τους χρόνους, εκτός από τις συνηθισμένες ασθένειες, δηλαδή καρδιακές παθήσεις, αρθρίτιδα, επιληψία, υδρωπικία, φυματίωση και άλλες, ήσαν πολύ συνηθισμένες και οι ενδημικές αρρώστιες πανούκλα, χολέρα, λέπρα και άλλες παρόμοιες.

Αέτιος: Αρχίατρος Ιουστινιανού, αναφέρεται σε συμπτώματα κίρρωσης ήπατος, στη ρευματοπάθεια (ρευματική αρθρίτιδα), την ουρική αρθρίτιδα, για την οποία αναφέρει «αρθρίτις εστί διάθεσις περί τα άρθρα, διαφέρει δε της ποδάγρας, ο μεν ποδαγρικός περί τους πόδας την διάθεσιν έχει (σημερινό ουρικό οξύ), ο δε αρθριτικός περί πάντα τα άρθρα».
Αξίζει να αναφερθεί ότι είχε γράψει περί του φύλου του κυοφορούμενου εμβρύου «βεβαιώτατον σημείο, επί αρρένων ο σφυγμός της δεξιάς χειρός της εγκύου σφοδρότερος και ταχύτερος, μείζον και σκληρότερος, ενώ επί θηλέων το της ευωνύμου είναι».
Στο Βυζάντιο εχρησιμοποιείτο η θεραπευτική του Γαληνού και η ομοιοπαθητική και στη φαρμακολογία η βοτανική θεραπευτική.
Συμπερασματικά προκύπτει ότι κατά την Βυζαντινή Ιατρική είχαν αναπτυχθεί πολλοί νέοι τρόποι διαγνωστικής, που συγκρινόμενοι με τις σύγχρονες μεθόδους δεν μοιάζουν, αλλά αποκαλύπτει το υψηλό σημείο καλλιέργειας της Ιατρικής Επιστήμης.
Για να θεραπεύσουν τις ασθένειες αυτές οι Βυζαντινοί είχαν οργανώσει Ιατρική Υπηρεσία αποτελεσματική και με πλούσια κλιμάκωση. Κάθε πόλη είχε, ανάλογα με τον πληθυσμό της, όσους Γιατρούς κρίνονταν αναγκαίοι. Είχαν επίσης Νοσοκομείο που διευθύνονταν από έμπειρο επαγγελματία Γιατρό, που ήταν υπεύθυνος απέναντι του Τοπικού Επάρχου.
Στις αρχές του 12ου αιώνος ο Ιωάννης Κομνηνός ο Β΄, ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη ένα Ίδρυμα που υιοθέτησε τις πιο σύγχρονες για εκείνη την εποχή αντιλήψεις περί κρατικής περιθάλψεως και υγιεινής. Το αποτελούσαν δυο Νοσοκομεία, το ένα προοριζόταν για τους άνδρες και το άλλο για τις γυναίκες. Καθένα είχε 10 τμήματα και κάθε τμήμα 50 κρεβάτια,. δηλαδή 10 χ 50= 500 (όσο το δικό μας Νοσοκομείου «Αγ Ανδρέα» επί δύο φορές). Και στα δυο αυτά Νοσοκομεία ένα τμήμα προοριζόταν για χειρουργικές επεμβάσεις και ένα άλλο για τις χρόνιες παθήσεις. Το επιστημονικό προσωπικό περιελάμβανε 12 άνδρες Γιατρούς και 2 γυναίκες Γιατρούς, κάθε Γιατρός είχε 12 ειδικευμένους βοηθούς και 8 ανειδίκευτους. Οι γυναίκες Γιατροί είχαν αντίστοιχα 4 και 2 βοηθούς. Δυο Παθολόγοι επίσης ανήκαν στο Ιατρικό προσωπικό, τέλος δε ένα εξωτερικό Ιατρείο λειτουργούσε για τους άλλους ασθενείς. Ειδική Σχολή ήταν προσαρτημένη στο Νοσοκομείο για να εκπαιδεύονται στην Ιατρική τα παιδιά όλων των μελών του Ιατρικού προσωπικού. Το Ίδρυμα περιελάμβανε ακόμα ένα Γηροκομείο, ένα άσυλο για επιληπτικούς και ένα άσυλο για ορφανά και νόθα παιδιά. Δυο Εκκλησίες, κτισμένες στον περίβολο του Ιδρύματος, ανταποκρίνονταν στις θρησκευτικές ανάγκες του Ιατρικού προσωπικού και των ενοίκων.
Οι Αυτοκράτορες, οι οικογένειές τους, οι Αξιωματούχοι και ο λαός σαν σύνολο εκδήλωναν την αφοσίωσή τους προς την Εκκλησία και τα κοινωφελή της Ιδρύματα, προσφέροντας δωρεές σε χρήματα ή σε κτήματα.
Οι Βυζαντινοί εξάλλου γνώριζαν πολύ καλά την σημασία του ψυχολογικού παράγοντα, παράλληλα με την φυσιολογική θεραπεία, και  χρησιμοποιούσαν ανάλογη θεραπευτική μεταχείριση, η οποία για πολλούς αιώνες ήταν άγνωστη στην Δυτική Ευρώπη. Ανάμεσα στις πιο υπολογίσιμες ψυχικές ανέσεις αξίζει να μνημονευτεί το δικαίωμα που είχε αναγνωριστεί για κάθε οικοδεσπότη με ιδιόκτητη κατοικία, να έχει θέα προς την θάλασσα.
Κάθε χρόνο εκπαιδεύονταν αρκετοί Γιατροί, ώστε να είναι δυνατή η επάνδρωση και των Κρατικών Νοσοκομείων και εκείνων που ανήκαν σε Μοναστήρια, Κοινόβια ή Ορφανοτροφεία. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γιατροί ήσαν κατά κύριο λόγο αυτοδίδακτοι και οπωσδήποτε οι Βυζαντινού Γιατροί δεν μπόρεσαν στον τομέα τους να επιτύχουν προόδους τόσο σημαντικές, όσο εκείνες των συναδέλφων τους στην Δυτική Ευρώπη, ειδικότερα στις Ιατρικές Σχολές της Μπολώνιας και των Παρισίων. Οι Βυζαντινοί Γιατροί κατέφευγαν συχνά στην αφαίμαξη με τις βδέλλες, στο καθαρτικό και στον καυτηριασμό των ακρωτηριασμένων μελών. Οι Γιατροί στο Βυζάντιο διαβαθμίζονται ανάλογα με την πείρα τους σε «πρώταρχους», «μέσους», «τελευταίους» (δηλαδή τέλειους) και «βασιλικούς». Έχουν ακόμα εξειδικευτεί σε διάφορους τομείς (κλινικοί, οφθαλμικοί, χειρουργικοί κλπ) και φυσικά οι αμοιβές διαφέρουν ανάλογα. Ένα μέρος της αμοιβής ήταν για την αγορά των αναγκαίων υλικών για την παρασκευή του γιατρικού ( ...δότε μοι, ας αγοράσω είδη, τα προς ιατρείαν....), κάπου αναφέρεται. Η αμοιβή πάλι κυμαινόταν, άλλοι ζητούσαν «τριμίσιν», 3/4 του χρυσού νομίσματος, άλλοι «σιμίσιν», ½, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις αναφέρονται 8 ή 10 χρυσά νομίσματα. Φυσικά ο Γιατρός δεν είναι άκαμπτος και πολύ συχνά από τους απόρους δεν ζητά αμοιβή, αλλά μόνο όσα χρειάζονται για την παρασκευή του φαρμάκου, ενώ όταν η αρρώστια δεν επιδεχόταν θεραπεία δεν έπαιρναν αμοιβή, «ει τι θέλεις δούναι ημίν ού λαμβάνομεν, ουκέτι γαρ επιδέχεται το νόσημα τούτον θεραπείαν».
Εκτός από τον Ιδιώτη Γιατρό υπάρχει και ο θεσμός του διορισμένου Γιατρού, που μετά από πρόταση του Επάρχου, αμοίβετο από το Δημόσιο Ταμείο. Οι Γιατροί των Ιδρυμάτων  είχαν μικτό τρόπο αμοιβής, από «ρόγαν», δηλαδή χρήματα, «αννόναν» (πεσκέσι)  και «αγάπας» (φιλικά δώρα).
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού πολλοί Γιατροί εξετάζουν και θεραπεύουν δωρεάν. Οι Γιατροί Κοσμάς και Δαμιανός ονομάζονται για τον λόγο αυτό Ανάργυροι και ανακηρύσσονται Άγιοι.
Μια άλλη κατηγορία αναξιοπαθούντων ήσαν οι ζητιάνοι και οι σακάτηδες, που αποτελούσαν για το Βυζαντινό κράτος ξεχωριστή τάξη και προστατευόταν από την Εκκλησιαστική Αρχή, γιατί η Εκκλησία είχε αναγνωρίσει από παλιά στο Βυζάντιο, το επάγγελμα του ζητιάνου. Αυτή η ιδιότητα αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτή, απολαμβάνουσα της υλικής βοήθειας της Εκκλησίας. Μια μάλιστα κατηγορία από αυτούς τους λεγόμενους «βοηθούμενους», είχαν εξελιχθεί σε μια ομάδα μικροεισοδηματιών, που είχαν εξασφαλίσει το καθημερινό τους ψωμί και  ένα καταφύγιο για να κοιμούνται, σε αντάλλαγμα μερικών μικρουπηρεσιών που προσέφεραν στους Ιερούς Ναούς, ενώ η πλειοψηφία των ζητιάνων στην Κωνσταντινούπολη (η οποία, ειρήσθω, αριθμούσε στα χρόνια του Ιουστινιανού, πληθυσμό 900.000 κατοίκων), περνούσαν την ημέρα τους ζητιανεύοντας στις πλατείες, στις αγορές, στα προπύλαια των Ναών, επιδιδόμενοι σε ποικίλες επιδείξεις, στην προσπάθεια τους να εκμεταλλευτούν  κάθε σωματική τους αναπηρία, αληθινή ή (τις περισσότερες φορές) ψεύτικη.
Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ ο Δ’ (1034-1041) δεν αρκέστηκε να ιδρύσει ένα άσυλο για τους ζητιάνους, αλλά έκτισε επίσης ένα μεγάλο οίκο, με θαυμαστή οργάνωση και επίπλωση, για τις κοινές γυναίκες και έκανε γνωστό πως όσες επιθυμούσαν να αφήσουν την πορνεία, αλλά φοβούνταν την φτώχεια και την κακοπέραση, μπορούσαν να ζήσουν με όλες τις ανέσεις στο Ίδρυμα αυτό, που είχε κτιστεί γι’ αυτές, εφ’ όσον όμως θα ντύνονταν μοναχές. Και ήταν εκπληκτικά μεγάλος ο αριθμός εκείνων που εκμεταλλεύτηκαν την προσφερόμενη ευκαιρία.
Ονομαστός για την φιλανθρωπία του ήταν ο Πατριάρχης Ιωάννης ο 5ος, που έμεινε γνωστός ως Ιωάννης ο Ελεήμων και έζησε κατά τον 7ο αιώνα. Αναφέρεται γι’ αυτόν, μεταξύ των άλλων, ότι μια ημέρα πείσθηκε από ένα πλούσιο γαιοκτήμονα να δεχτεί για δώρο ένα βαρύτιμο κλινοσκέπασμα, αλλά, όταν το ίδιο βράδυ σκεπάστηκε με αυτό, δεν μπόρεσε όλη την νύχτα να κοιμηθεί από τις τύψεις, σκεπτόμενος «πόσοι ήσαν, που εκείνη την στιγμή έτρεμαν τα δόντια τους από το κρύο», έσπευσε το άλλο πρωί και το πούλησε και με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε 144 κοινές κουβέρτες, που πριν να έλθει η επόμενη νύχτα, τις μοίρασε σε ισάριθμους φτωχούς.
Μια άλλη (αποκλειστική αυτή φροντίδα της Πολιτείας) ήταν η μέριμνα για επαρκή αποθέματα νερού, που είχε σχέση όχι μόνο με την συντήρηση του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού, αλλά και με την καθαριότητα της Βασιλεύουσας και των άλλων πόλεων και κατ’ ακολουθία με την υγεία των κατοίκων. Τα επαρκή αποθέματα νερού ήσαν αναγκαία για να μπορούν οι κάτοικοι να αντισταθούν αποτελεσματικά σε μια μακρόχρονη πολιορκία (από τις πολλές που υφίστατο η Κωνσταντινούπολη). Προκειμένου για την Κωνσταντινούπολη η ύδρευση είχε εξασφαλιστεί με μια σειρά υδραγωγείων. Ένα από αυτά, παρότι κτίστηκε το 364, σώζεται ακόμα και σήμερα στο κέντρο της πόλεως. Η παροχή νερού βασιζόταν σε ένα σύστημα σωληνώσεων, που άρχιζε από τις βόρειες παρυφές της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά επειδή μια τέτοια παροχή μπορούσε εύκολα να αποκοπεί από έναν τολμηρό επιδρομέα, άρχισαν να κατασκευάζουν μεγάλες υπόγειες δεξαμενές, όπου μπορούσαν για μακρά χρονικά διαστήματα, να αποθηκεύσουν τεράστια αποθέματα. Δυο από αυτές ήσαν τόσο μεγάλες, που, όπως έλεγαν. μπορούσε κανείς να κάνει βαρκάδα μέσα, αφού είχαν επιφάνεια η κάθε μία 143 μέτρα μήκος χ 65 πλάτος (όσο 1 ½ φορά η πλατεία Γεωργίου).
Μια άλλη μορφή κοινωνικής προσφοράς στην Βυζαντινή κοινωνία, συναντάμε στην συμπαράσταση προς τους φυλακισμένους. Θα πρέπει εν αρχή όμως να αναφερθούμε στιες εφιαλτικές συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, αφού προσθέσουμε ότι στην Κωνσταντινούπολη και σ’ όλη την Αυτοκρατορία υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα, που την ευνοούσε και το απόλυτο σκοτάδι που βασίλευε τις νύχτες. Γι’ αυτό τις νύχτες κυκλοφορούσε στις διάφορες γειτονιές ο νυκτοφύλακας «πασβάντης», με ένα φανάρι και ένα χοντρό ραβδί με σιδερένια άκρη, που το κτυπούσε κάθε τόσο στη γη.
Χαρακτηριστικό των Βυζαντινών φυλακών, που συνήθως ήσαν υπόγειες, ήταν το βαθύ σκοτάδι που επικρατούσε εκεί όλη την ημέρα, αλλά και η μεγάλη υγρασία. «Αφεγγείς οίκους» - «Ζοφερούς λάκκους» - «σκοτεινά μνήματα» τις χαρακτήριζε ο ιερός Χρυσόστομος, στην προσπάθειά του να πείσει τους Αυτοκράτορες για ανθρωπινότερη μεταχείριση των φυλακισμένων. Τόσο ήταν το σκοτάδι, ώστε να μην μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον συγκρατούμενό του, ούτε να μπορεί να διακρίνει αν ήταν ημέρα ή νύχτα. Στα απερίγραπτα εκείνα κάτεργα επικρατούσε αφόρητη δυσοσμία, επειδή δεν υπήρχε αερισμός και γατί τις περισσότερες ώρες έμεναν μέσα στα κελιά τα δοχεία που χρησιμοποιούντο για τις σωματικές ανάγκες των κρατουμένων.
Στους στενότατους χώρους κλείνονταν τόσοι κατάδικοι και τόσος μεγάλος ήταν ο συνωστισμός, ώστε, όταν πέθαινε κανείς, οι άλλοι χαίρονταν γιατί θα τους άφηνε λίγο χώρο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «εν ταυτώ πολλών δεδεμένων και στενοχωρουμένων και μόλις αναπνεόντων». Οι κρατούμενοι κοιμούνταν στο έδαφος, υποφέροντας-ιδίως τον χειμώνα- από το δριμύ ψύχος και την υγρασία, ενώ άλλο μαρτύριο για τους δυστυχείς ήσαν οι ψείρες, οι ψύλλοι, οι κοριοί και άλλα παράσιτα.
Η τροφή ήταν τόση, ώστε μόλις να μπορούν να κρατηθούν στην ζωή, (κατά μαρτυρία του Λιβάνιου «χόρτα και λίγη φακή») και το νερό τέλος ήταν λιγοστό. Και κάτι χειρότερο, όπως γράφει ο Χρυσόστομος, πολλές φορές οι φρουροί τους υποχρέωναν να πίνουν δια της βίας ξύδι, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθαίνουν, όσοι δε κατόρθωναν να επιζήσουν ήσαν τόσο αδύνατοι, ώστε «να έχουν τα οστά διαφαινόμενα δια του δέρματος». 
Απαραίτητο συμπλήρωμα στην φυλακή ήταν για τους περισσότερους καταδίκους τα δεσμά και οι σωματικές κακώσεις. Αφού προηγουμένως «εβουνευρίζοντο», δηλαδή τους έδερναν μέχρι αίματος, εν συνεχεία, τους έδεναν πισθάγκωνα. Για τους περισσότερο επικίνδυνους χρησιμοποιούσαν χειροπέδες και ποδοπέδες ή κλειούς γύρω από τον τράχηλο. Πολλούς ακόμα τους έδεναν με αλυσίδες από ένα χοντρό ξύλο, στερεωμένο στο έδαφος. Αλλά  και ο «κύφων» (σχετική λέξη η κύφωση) των αρχαίων δεν ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο. Το απαίσιο αυτό όργανο βασανισμού, που λεγόταν «ποδοκάκη», ήταν σκληρό ξύλο με 2 ή 4 οπές, στις οποίες τοποθετούσαν τα χέρια ή χέρια και πόδια αναλόγως, με αποτέλεσμα αυτοί που το υφίσταντο, εκτός από τον αβάσταχτο πόνο που ένοιωθαν, να παθαίνουν αγκύλωση προσωρινή ή πιθανόν και μόνιμη (ανάλογα με την διάρκεια αυτής της τιμωρίας).
Ο Μ. Κωνσταντίνος, θέλοντας να βελτιώσει την διαβίωση των κρατουμένων, διέταξε να μπορούν να βγαίνουν κατά διαστήματα στο φως της ημέρας. Και άλλοι Αυτοκράτορες και Βασίλισσες, (ο Ιουλιανός, ο Ρωμανός Λεκαπηνός, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η σύζυγος του Θεοδοσίου του Μεγάλου, η Ζωή, σύζυγος του Κωνσταντίνου του 9ου),προσπάθησαν με δωρεές και άλλα μέτρα να απαλύνουν τον πόνο των φυλακισμένων.
Τα κηρύγματα των Πατέρων, οι Αποστολικές ρήσεις και τα άλλα Αγιολογικά κείμενα, συνήθως έβρισκαν ανταπόκριση στις ψυχές των χριστιανών, που, συμμορφούμενοι με την Ευαγγελική ρήση «εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς εμέ», επισκέπτονταν συχνά τις φυλακές για να βοηθήσουν τους εγκλείστους με χρήματα, τρόφιμα, ρούχα ή άλλα είδη και να τους παρηγορήσουν. Κάπου αναφέρεται σαν πρόσταγμα και ικεσία «ένδυσε πένητα, γυμνόν, χόρτασε πεινασμένον, θλιμμένους παρηγόρησον, αρρώστους επέσκεπτον».
 Αναφέρονται περιπτώσεις που και πλούσιοι ακόμα έκαναν έρανο μεταξύ τους με σκοπό να συγκεντρώσουν περισσότερα χρήματα για να βοηθήσουν αποτελεσματικότερα τους κρατουμένους. Άλλοι διέθεσαν ολόκληρη την περιουσία τους για τους φτωχούς και τους «εν φυλακαίς», όπως ο Άγιος Παντελεήμων, ο οποίος, μετά τον θάνατο του πλούσιου πατέρα του, πούλησε την περιουσία του και διέθεσε τα χρήματα για την απελευθέρωση καταδίκων. Πολλοί όριζαν με διαθήκη τους να διατεθεί μετά θάνατον η περιουσία τους για την σωτηρία φυλακισμένων. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι και στις Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως περιεφέρετο δίσκος υπέρ των «φυλακιτών», και ότι και οι συντεχνίες τους ενίσχυαν με εράνους μεταξύ των μελών τους.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Ο Ιερός Χρυσόστομος, Ο Μ. Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και άλλοι προέτρεπαν δημοσίως τους πιστούς να επισκέπτονται και να βοηθούν τους κρατουμένους. «Περιττά» έλεγε ο Χρυσόστομος «είναι τα κοσμήματα, αφού ο χρυσός σκοπόν έχει, όχι να δεσμεύει τους ανθρώπους, αλλά να ελευθερώνει τους δεσμώτας» «ο χρυσός δεν ευρέθη, ίνα δεσμευώμεθα δια χρυσών αλύσεων ως κοσμημένων, αλλ’ ιδία δι’ αυτού λύομεν τους δεδεμένους».
Οι χριστιανοί και οι Εκκλησίες φρόντιζαν για την σωτηρία των αιχμαλώτων, πληρώνοντας λύτρα για την απελευθέρωση τους.
Οι Επίσκοποι, σαν εκπρόσωποι της Εκκλησίας, επισκέπτοντο συχνά τους φυλακισμένους, με σκοπό να πληροφορηθούν μήπως κρατούνται παρανόμως, οπότε έπρεπε να αναφέρουν το περιστατικό στον Αυτοκράτορα. Μεταξύ των Βυζαντινών αποτελούσε παράδοση να συμπεριλαμβάνουν στις διαθήκες τους πτωχά άτομα και πτωχές οικογένειες (πέραν τρων συγγενών).
Αναλύοντες τα εκτεθέντα, που κατ’ ανάγκην, ασφαλώς επελέγησαν αποσπασματικά και δειγματοληπτικά μέσα από την μακρόχρονη, χιλιετή και πλέον πορεία της Βυζαντινής περιόδου, διαπιστώνουμε ότι στο Βυζάντιο είχε καθιερωθεί συστηματική, ευρεία προστασία και ιδρυματική περίθαλψη για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναξιοπαθούντων και των πασχόντων και ότι, τηρουμένων των αναλογιών, η Κοινωνική Πρόνοια και η Κοινωνική Περίθαλψη, στην βάση τους τουλάχιστον, προσφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο και στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά ασφαλώς κάτω από ιδιαίτερα προηγμένες επιστημονικές και τεχνολογικές προδιαγραφές και κάτω βεβαίως από νεώτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και θεσμούς.
Φορείς των παροχών αυτών συνεχίζουν να είναι, κατά κύριο λόγο η Πολιτεία, με τα πάσης φύσεως Ιδρύματα, Ασφαλιστικά Ταμεία - Νοσοκομεία -Ορφανοτροφεία - Γηροκομεία κλπ, συνεπικουρούμενη, αναμφισβήτητα, πρόθυμα και αποτελεσματικά από την Εκκλησία, που, μέσω των κατά τόπους Μητροπόλεων, συντηρεί και εποπτεύει πληθώρα φιλανθρωπικών και κοινωφελών Ιδρυμάτων.
Στο σημείο αυτό, ας μη θεωρηθεί προσωπικός σωβινισμός η από μέρους μου προβολή της πληθωρικής παρουσίας στην γειτονική Μητρόπολη του Νομού Ηλείας (απ’ όπου κατάγομαι) πάρα πολλών κοινωφελών Ιδρυμάτων (Ασύλου ανιάτων - Γηροκομείων - Ορφανοτροφείων κλπ), η υποδειγματική λειτουργία των οποίων πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και για άλλες Μητροπόλεις.

                                                                         22/12/2014

Παναγιώτης Γ. Κονταξής
Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών
           τ. Δ/ντης Ι.Κ.Α.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ομιλία του κ.Παναγιωτη Γ.Κονταξη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια των Φιλολογικων βραδινών της Εταιρειας Λογοτεχνών τη Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014 στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου