"ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ" Π.Α.ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ

                                   ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Ακούσατε βέβαια αν δεν είδατε με τα ίδια σας τα μάτια, για τις εικόνες της Παναγίας και πολλών Αγίων στα τζάμια των Πατρών. Πρώτα στο σταθμό βέβαια, σαν ταξιδιώτες που ήσαν, και έπειτα σε διάφορα σπίτια, μαγαζιά και γραφεία.
Ευτυχώς όμως που η Παναγιά εφώτισε τον κλήρο μας να μη συγκινηθεί. Γιατί αν πήγαινε με το τσούρμο της θρησκοληψίας, ασφαλώς θα κατέβαινε η Παναγία και με την πατερίτσα του Αγίου Πέτρου θα τους κυνηγούσε ως το Άγιο ΄Όρος.
Τώρα κατά ποία λογική έπρεπε η Παναγία και οι Άγιοι να τρέξουν  για να ποζάρουν στα τζάμια, δεν εσκέφθη κανείς. Αλλά τα θαύματα δεν απαιτούν λογική. Γι’ αυτό τα λένε και «θαύματα». Μόνο πίστη. Ωραίο πράγμα η πίστη και ξεκούραση γιατί γίνεται χωρίς πνευματική προσπάθεια. «Πίστευε και μη ερεύνα».Η  έρευνα είναι εχθρός της πίστης.
Κι έτυχε να γίνει το «θαύμα» στα τζάμια  την εποχή που η φύση νύχτα και μέρα δεν κάνει τίποτε άλλο από θαύματα. Σε μια εποχή που εσκίρτησε το αρνί στη χλόη, άνθισε περικαλλής ο κρίνος, εφρικίασε  στο φίλημα της αυγής το τριαντάφυλλο κι εγέμισεν η πλάση μύρα κι αρώματα.
Η κοπέλα ένοιωσε ανεξήγητα ρίγη να διατρέχουν το σώμα της και για να δώσει μια διέξοδο στα συναισθήματά της κάθισε κι έγραψε ένα ραβασάκι  στον…καθένα. Αφαιρούμενος ο έφηβος δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο μάθημα της τριγωνομετρίας. Ο νους του έχει ραντεβού με τα πουλιά, σε δάση κι ακρογιάλια. Ακόμη κι η γερόντισσα έπιασε με το ένα χέρι τη μέση της που την βασάνιζε με τ’ αρθριτικά και με το άλλο έκοψε ένα ανθάκι για την μπουτουνιέρα του γέρου της.
Ολόκληρη  η πλάση πλημμύρισε από θαύματα. Το ταπεινό χαμομήλι σήκωσε το μουτράκι του και χαζεύει κοιτάζοντας τ’ αστέρια. Οι κλίβιες ηλιάζουν τη γλώσσα τους. Ολόκληρο το βουνό πανηγυρίζει ντυμένο στα γιορτινά του. Λαμπάδες αναστάσιμες έγιναν ο λαός του δάσους. Ποτάμια από χυμούς ανεβαίνουν προς τον αέρα και των φως των ήλιων. Και τ’αηδόνι ψάλλει κάτ’ από το φεγγάρι «το φαιδρόν της αναστάσεως κήρυγμα» μέσα  στην απέραντη συναυλία των κρουνών της ανοιξιάτικης ζωής.
Και συ άνθρωπε, δε βλέπεις τίποτε απ’ αυτά τα θαύματα;
Πάρε στο χέρι σου  μια χούφτα  χώμα. Από το χώμα σαν αυτό που πατάς, αυτό που ήσουν ,αυτό που θα γίνεις. Το αιώνιο, το ακατάλυτο χώμα. Το πρόσεξες ποτέ; Πάρε το στην παλάμη σου και κοίταξέ το. Μέσα του έχει τη ματωμένη σάρκα ενός γαρύφαλλου. Κρύβει  στους κόρφους του τα πάλλευκα πέπλα κάποιου κρίνου.΄Εχει8 κρασί να μεθύσουν Βύρωνες, έχει τροφή  για δείπνους Θεανθρώπων και συμπόσια Αισχύλων. ΄Έχει λάδι να πλύνεις τις πληγές του Μάρκου Μπότσαρη κι έχει ακόμη και το δηλητήριο για την οχιά μιας Κλεοπάτρας.
Αυτός ο πηλός πόση ζωή έδωσε για να την πάρει πάλι. Πόσος μόχθος από μικροσκοπικούς ακούραστους εργάτες που δούλεψαν στο σκοτάδι και στο φως του ήλιου για να φτιάσουν τα δυσμέτρητα θαύματα. Από αυτό το χώμα βγήκαν και τα δικά σου μάτια που πρέπει να βλέπουν και δε βλέπουν. Τ’ αυτιά σου που δεν ακούνε. Η καρδιά σου που δεν σπαράζει στ’ άγγιγμα τους. Κάθισε κάτω στο χώμα ,άνθρωπε. Ρώτησε την πούθε έρχεται και που πηγαίνει. Ρώτησέ την  όχι αδιάκριτα αλλά μ’ ευλάβεια, σεβασμό και κατάνυξη. Ρωτάς τον ίδιο το Θεό.
Κάθισε δίπλ’ από τη γάργαρη πηγή. ΄Η γέμισε τις χούφτες σου με το νερό της θάλασσας. Ρώτησε το πούθε ήρθε, που πηγαίνει. Σήκωσε και τα μάτια σου στο απέραντο χάος των άβύσσων.
Ναι άνθρωπε, άνθρωπε. Εσύ που μένεις εκστατικός ζητώντας να ιδείς «θαύματα» στα τζάμια των μπακάληδων.
                                            Π.Α.ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
 Από τη συλλογή δοκιμίων με τον τίτλο: «ΑΠ’ ΟΣΑ ΖΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΖΟΥΜΕ». Αθήνα 1965
Σημείωση συγγραφέα:
΄Ένα πρωινό του Μάη του 1948 τα τζάμια της Πάτρας είχαν γεμίσει από εικόνων αγίων.  Παρά το τσουχτερό κρύο πολύς κόσμος σταματούσε κι σταυροκοπιόταν. Τα πιο μεγάλα τζάμια είχαν ολόκληρες  αγιογραφικές συνθέσεις. Κι ούτε τολμούσαν  οι «Θωμάδες» ν’ αμφισβητήσουν το «θαύμα» και να το αποδώσουν στην κακή ποιότητα του κρυστάλλου, ή στο D.D.T. με το οποίο είχαν ραντίσει την πόλη την προηγουμένη μέρα.
Σ’ αυτό το περιστατικό οφείλεται το παραπάνω κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου