ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΧΑΙΔΑ

Βιβλιοπαρουσίαση από τον Χάιδα Αλέξανδρο, Φιλόλογο Med, Υποψήφιο διδάκτορα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Παρασκευή, 18/1/2013 (εξ αναβολής από τις 19/11/2012)
Αίθουσα Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών
Ώρα 19.00

«ΤΑΓΚΟ: Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω»
Σταύρος Ιντζεγιάννης, εκδ. Ίδιον


Καλησπέρα και από μένα. Πρώτα από όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω το φίλο και συμπατριώτη, Σταύρο Ιντζεγιάννη, για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να πω δύο λόγια καρδιάς για τη νέα του δουλειά. Επίσης, θερμές ευχαριστίες στον κ. Μαργαρίτη Λ., πρόεδρο της εταιρείας λογοτεχνών και συγγραφέων ΝΔ Ελλάδας για την όλη διοργάνωση καθώς και την συνάδελφο, κ. Λάμπρη Π.. Αποτελεί συνάμα για μένα τιμή το γεγονός πως για πρώτη φορά καλούμαι να μιλήσω στον ιστορικό αυτό χώρο της βιβλιοθήκης, όπου έχουν κληθεί κατά καιρούς να μιλήσουν πολύ μεγάλα ονόματα, φιλόλογοι, νομικοί, καθώς και πολλοί άλλοι έγκριτοι επιστήμονες.
          Μετά, λοιπόν, και από τις απαραίτητες φιλοφρονήσεις ας δούμε λίγο μερικά σημεία τής γραφής του συγγραφέα, από όπου μπορείς κανείς να διαπιστώσει κεντρικά συγγραφικά και προσωπικά χαρακτηριστικά τόσο του λογοτέχνη όσο και του ανθρώπου Σταύρου.
Από την αρχή, λοιπόν, θέλω να κάνω σαφές πως το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα δεν αποτελεί χειμερινή εμπορική πρόταση για ξεκούραση και ονειροπόληση. Οι ιστορίες μοιάζουν με παραμύθι, αλλά δεν είναι έτσι, κι ας αρχίζει μια φορά κι έναν καιρό…
Ας γίνω, όμως, πιο συγκεκριμένος:
          Τα 14 αυτά χρονογραφήματα-νουβέλες πατούν πάνω στους εξής πόλους: μνήμη, φιλία, έρωτας, ζωή - θάνατος.
Ξεκινώντας από τη μνήμη σημειώνουμε πως πέρα και πάνω από όλα ο Σταύρος Ιντζεγιάννης τιμά την καταγωγή του, τον γενέθλιο τόπο του. Είναι ο ηπειρώτης, ο Αρτινός, όπου η Άρτα, η πόλις άρτυμα για πολλούς -εκτός από γενέτειρα- είναι και ο τόπος με τη φυσική ομορφιά που καθηλώνει το συγγραφέα και αποτελεί μέρος της ψυχικής του χαλάρωσης. Είναι η Αρκαδία του: et in Arkadia ego, όπως έλεγαν οι ρομαντικοί ποιητές της Ευρώπης, από την Αρκαδία έρχομαι, εκεί πηγαίνω, εκεί γεννήθηκα,  εκεί θα πεθάνω, εκεί θα ξαναγεννηθώ, λέει χαρακτηριστικά στην κριτική του ο Κώστας Τροχανάς για τον Σταύρο.
Μέσα από τα κείμενά του ο συγγραφέας μάς δίνει πολλά ιστορικά στοιχεία πόλεων και μνημείων. Παράλληλα, οι περιγραφές του είναι τόσο παραστατικές, ώστε  σε πολλές των περιπτώσεων νομίζεις πως βρίσκεσαι κι εσύ μαζί με αυτόν και τους φίλους του όχι μόνο στον Τσαμαντά, στου Πέττα, στην Άρτα, στα Γιάννινα, στα Τζουμέρκα, αλλά και σε χώρους ιδιωτικούς, κλειστούς.    
Αφήνοντας πίσω του την Άρτα ο συγγραφέας δεν είναι δυνατόν να μην αναζητήσει πηγή έμπνευσης και στη δεύτερη πατρίδα του την Πάτρα: εμείς οι αναγνώστες περπατάμε μαζί του στα Ψηλαλώνια, στο Βλατερό, στην Αγορά Αργύρη, στο ξενοδοχείο Αστήρ, στην παλιά Πάτρα,  στις οδούς Αγίου Νικολάου, Σωτηριάδου και αλλού).
Οι ιστορίες για πρόσωπα που σχετίζονται άρρηκτα και με μακροχρόνιους στενούς δεσμούς φιλίας τόσο από το στρατό όσο και από τα διάφορα ταξίδια, είναι μοτίβο πολύ προσφιλές στον συγγραφέα:  «ήταν η εποχή που είχαμε ξεκινήσει παιδόπουλα να κοντροχτυπηθούμε με τους ανεμόμυλους της εφηβείας μας και ο δρόμος πέρναγε υποχρεωτικά από το στρατό» θα πει ο συγγραφέας στην Πριγκίπισσα της λίμνης, στο 6ο   κατά σειρά χρονογράφημά του. 
Τρίτος πώλος, που θαρρείς πως διαχέεται στην ατμόσφαιρα των περισσότερων κειμένων σαν καπνός από ηπειρώτικο μπουχαρί, είναι ο ερωτισμός και ενίοτε το τολμηρό στοιχείο, που δεν είναι τωρινό φαινόμενο της γραφής τού συγγραφέα. Ένα, όμως, ερωτικό στοιχείο που συνδυάζεται περίφημα με χιούμορ και σκωπτική διάθεση. Ο συγγραφέας θυμάται τους νεανικούς του έρωτες και μονολογεί/ή και ονειροπολεί  «Εγώ ο μαύρος γέρασα κι αυτή θέλει παιχνίδια» ή αλλού «Γέρος γάτος –τρυφερά ποντίκια». Ενδεικτικό, επίσης, παράδειγμα στο 3ο κατά σειρά κείμενό του με τίτλο Νεραύλακα, όπου ο Κώστας Σούκας παραφύλαγε να δει γυμνή στο νεραύλακα την Κώσταινα και εκείνη όταν το αντιλήφθηκε αμόλησε κατά πάνω του τον Αλή, το τσοπανόσκυλό της. Επίσης, διαβάζουμε στη «Λουκία της ογδόης» «-Εσένα, της ξέφυγε, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη λέξη. Τη βούτηξα και τη φίλησα εκεί μες στον κόσμο –έτος 1950, όχι σήμερα που φιλιούνται ελεύθερα- μέχρι που της έκοψα την ανάσα. Την άφησα μόνο που φοβήθηκα πως θα λιποθυμήσει, καθώς ένοιωθα ότι έτρεμε».
Αναφορικά τώρα με το γλωσσικό στοιχείο, σημειώνεται πως ο Σταύρος Ιντζεγιάννης χρησιμοποιεί μια ωραία δημοτική γλώσσα, εν πολλοίς επηρεασμένος από τον εκκλησιαστικό λόγο. Δεν σε κουράζει. Δεν ψάχνει λέξεις ωραιοπάθειας ή εξεζητημένες για να εντυπωσιάσει. Αντιθέτως, σε κάνει να σκέπτεσαι την πολυχρηστικότητα της ελληνικής. Μπορεί και κινητοποιεί τον αναγνώστη με τη δύναμη της καθημερινής γλωσσικής ποικιλίας. Άλλοτε ο λόγος του είναι γλυκός και άλλοτε γλυκόπικρος, πάντοτε, όμως, γεμάτος από δύναμη και συναισθήματα Έχει την ικανότητα να συνδυάζει αρμονικά όμορφα τοποθετημένα στο περικείμενο τόσο την ηπειρώτικη ντοπιολαλιά όσο και λέξεις μιας άλλης εποχής μαζί, συνάμα, με όρους ξενικής προέλευσης. Ενδεικτικά συναντάμε λέξεις όπως: κόνεψαν, απίθωσε, λωλάθηκε, ρακογυάλια, ζάρκες (γιγαντιαία αρπακτικά πουλιά), κάναταν, ιγώ, πανιότα, γαβριάς, κουβέρνου, κουρασάνι, βαρυτονάλε, κομαντατούρα, γιαπιτζτής, αλαργινός, κοπελούδα, ζαλίκι, κ.α.
   Ως κορωνίδα των όσων μέχρι τώρα ανέφερα είναι το αξιοσημείωτο γεγονός πως οι περισσότεροι τίτλοι τού βιβλίου του παραπέμπουν α) στο θρησκευτικό στοιχείο, β) στο ζήτημα της ηλικίας, γ) στο παρελθόν. Ενδεικτικά αναφέρω τους τίτλους: Παναγιά η Αϊβαλιώτισσα, ο δρόμος του Θεού, ο καλόγερος, εφηβεία, αγάπη μου μπαμπόγρια, Ταγκό κ.α.
Για το τέλος, άφησα, την εξέταση των βιοθεωρημάτων και των αναζητήσεων του Σταύρου Ιντεγιάννη. Διαβάζουμε στην προτελευταία νουβέλα με τίτλο «Πρωτομαγιά»:
- Γιατί παιδί μου ο άνθρωπος από τη μέρα που γεννιέται βαδίζει ένα δρόμο που οδηγεί προς το τέλος του. Άλλοι τον τελειώνουν γρήγορα. Άλλοι τον πάνε αργά αργά. Μερικοί φορτωμένοι βαριά και άλλοι ξάλαφρα. Πάντως θες έτσι, θες αλλιώς όλοι βαδίζουν το μονόδρομο που οδηγεί στο τέρμα. Μπορείς να καθίσεις μια στιγμή να ξαποστάσεις, μα θα σηκωθείς πάλι κάποια στιγμή, να συνεχίσεις. Είναι κι αυτός ένα από τα μεγάλα αναπόφευκτα που δεν γυρίζουν πίσω.
- Ποια είναι πατέρα;     
- Ο χρόνος που δεν μπορείς να τον γυρίσεις πίσω. Η ζωή που έζησες κι έμεινα να σε σημαδεύει με κάποιες φωτογραφίες. Η λέξη που ξεστόμισες άστοχα κι όσα συγγνώμην και αν πεις, ό,τι είπες-είπες. Και η ευκαιρία που έχασες νομίζοντας πως θα ξανάλθει. Κι αν έλθει θα είναι μια άλλη, όχι η ίδια.
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο του κειμένου: «Είπε να δώσει μια να σπάσει το τζάμι αλλά το μετάνιωσε. Κατέβασε τη μαγκούρα του κι έπεσε βαρύς στο κρεβάτι. Κάποτε ήθελε να χαλάσει τον κόσμο όλον, να χτίσει μιαν άλλη πλάση, μια καινούργια ζωή και όμως τώρα δα, δεν τόλμησε να σπάσει ένα τζάμι. Άσε άλλη φορά είπε πικρογελώντας…»      
                                         
Συνοψίζοντας,  θα λέγαμε πως παίρνοντας το εν Ταγκό στα χέρια του ο αναγνώστης εκτός από μια προσεγμένη έκδοση και μια εισαγωγική εξομολόγηση του συγγραφέα, θα βρει δικές του πτυχές – σε μένα τουλάχιστον συνέβη κι ας είμαι νεότερός του- και είναι σίγουρο πως θα το χαρεί, θα απολαύσει. Μέσα από την αφηγηματική του γραφή ο συγγραφέας κάνει γνωστούς ανομολόγητους προβληματισμούς, θέτει ερωτήματα, εκφράζει αγωνίες. Και τούτα τα κάνει γνωστά ανοίγοντας τα κείμενά του στον αναγνώστη με τεχνικές αφόρμισης που σε κινητοποιούν, με δραματικότητα και γλαφυρές περιγραφές. Σχεδόν πάντοτε θα βρει κάτι πρωτότυπο για να ξεκινήσει το κείμενό του.
Ο κεντρικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο ίδιος επιστρέφοντας στο παρελθόν για να διαλεχτεί με αυτό και εντέλει να δημιουργήσει, από όλα τα μέχρι στιγμής έργα του, το πιο αυτοβιογραφικό. Νοσταλγεί το παρελθόν και μέσα σε αυτό βρίσκει καταφύγιο για το παρόν και ψάχνει το κάτι διαφορετικό για το μέλλον. Η σημειωτική, μάλιστα, του τίτλου είναι φανερή στα βήματα του Ταγκό. Ένα Βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω. Ο χορός του Τανγκό ως τέχνη, όταν επιβιώνει και όχι όταν αναβιώνει, δίνει απαντήσεις σε συγχρονικά προβλήματα. Αυτό ίσως ψάχνει ο Σταύρος,. Δεν το ξέρω ακόμα. Εξάλλου, όταν κάποιος καλείται να σηκωθεί, αλλά έχει καιρό να χορέψει, η πρώτη σκέψη που του έρχεται στο μυαλό είναι αν θα τα καταφέρει όπως παλιά.
Μην ανησυχείς Σταύρο. Θεωρώ πως τα καταφέρνεις τόσο καλά τώρα όσο και τότε.
Καλοτάξιδο το βιβλίο.   
         
                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου