ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ  ΤΟΥ:
«ΔΕΝ ΘΑ ΗΣΥΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ»

(Στην παρουσίαση   του βιβλίου του ,που έγινε  στο Φιλολογικό Βραδινό
της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος
τη Δευτέρα 7-1-2013
στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών).

Αισθάνομαι την ανάγκη να  ευχαριστήσω θερμά τον πρόεδρο της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας κ. Λεωνίδα Μαργαρίτη και το Δ.Σ. της Εταιρείας για την πρωτοβουλία τους να εντάξουν την παρουσίαση  του βιβλίου μου στη σειρά των λογοτεχνικών τους εκδηλώσεων.

Οφείλω επίσης  ζεστές και εγκάρδιες ευχαριστίες στον εισηγητή Μανόλη Πράτσικα. Εδώ να μου επιτρέψετε να επιμείνω λίγο περισσότερο.  Σε κάθε  μοναχική πορεία,  όπως αυτή της λογοτεχνίας - ειδικά της συγγραφής κάποιου ευμεγέθους μυθιστορήματος  που η συγγραφή του κρατά 2 με 3 χρόνια,  υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ηθικά και  λογοτεχνικά την προσπάθειά μας.  Για μένα ο Πράτσικας  στάθηκε ένας πολύτιμος φίλος  και υποστηρικτής. Από το πρώτο μου μυθιστόρημα Κάτοικος Πατρών του 1998, με αγκάλιασε, με ενθάρρυνε και  με τίμησε με την κριτική του.  Όταν συζητώ μαζί του  αισθάνομαι  πως μου προσφέρει  από την πλούσια και αυθεντική  λογοτεχνική του εμπειρία και κυρίως πως μου μεταγγίζει ενέργεια  από την  αστείρευτη δική του ζωτικότητα.
Πάντα με γενναιοδωρία, με ανιδιοτέλεια, και βέβαια, με ανεξάντλητο χιούμορ.
Όσοι  από εσάς έχετε  επιλέξει το δρόμο της λογοτεχνίας,  και είστε πολλοί απόψε εδώ, καταλαβαίνεται πόσο πολύτιμα είναι τέτοια συναπαντήματα με ανθρώπους σαν τον Πράτσικα.
Μανόλη Πράτσικα, αγαπημένε μου Μάκη, σε ευχαριστώ.   

Ξεκίνησα να σχεδιάζω το Δεν θα Ησυχάσουμε ποτέ,  στο τέλος του 2007.  Είχα μόλις  παραδώσει  τη συλλογή  διηγημάτων Αναζητώντας το Θεό .  Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής (στο οποίο σχολίαζα την πρώτη 8ετία του Πασοκ και τη διάψευση των ελπίδων που καλλιέργησε) αποτέλεσε  για μένα  μια στροφή   από τον παρελθόντα χρόνο και το ιστορικό μυθιστόρημα  στην τρέχουσα  πραγματικότητα.  Μην ξεχνάμε ότι, κατά τον Κούντερα, η ηθική του μυθιστορήματος είναι πρωτίστως η γνώση, για τους αναγνώστες αλλά και  για τον ίδιο το συγγραφέα. Κι εγώ ήθελα να κατανοήσω και να γνωρίσω αυτό που μας συμβαίνει. 

Το 2007 είναι   μια χρονιά  που ακόμη δεν έχουν  διαφανεί  σημάδια της οικονομικής κρίσης. Η Ελλάδα και η Ευρώπη εξακολουθούν  να ζουν στην  ευημερία. Μόνο μετά το Σεπτέμβριο του 2008 με τη χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς κάποιοι αρχίζουν να μιλούν  για την επερχόμενη  χρηματοπιστωτική κρίση. Αλλά η Ελλάδα «είναι θωρακισμένη», έτσι μας διαβεβαιώνει η κυβέρνηση και δεν ανησυχούμε.  Ταυτόχρονα, για όποιον παρακολουθεί πιο κριτικά τα πράγματα,  η παρανομία, η διαπλοκή, η συναλλαγή, θριαμβεύουν. Οι πρόσφυγες εισέρχονται δραματικά στη ζωή των αστικών κέντρων. Ένας διάχυτος ρατσισμός διαπερνά τις πόλεις.

Το συγγραφικό μου σχέδιο, του 2007,  είναι ένα μυθιστόρημα για  την έκνομη Ελλάδα και την ανήθικη ευδαιμονία της. Βεβαίως όταν μετά τις εκλογές του  2009,  αρχές του 10, η κρίση χτυπάει την πόρτα μας  με  το ΔΝΤ και το 1ο μνημόνιο, το βιβλίο προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα, χωρίς, όμως, να παρεκκλίνει από το αρχικό σχέδιο.

Κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι  ο  Λαοκράτης Κούκης. 
Για να επιλέξω τον κεντρικό χαρακτήρα προβληματίστηκα και δοκίμασα διάφορα εναλλακτικά σχέδια. Κατ΄ αρχήν δοκίμασα την κλασσική περίπτωση ενός αστυνομικού χαμηλής βαθμίδας, π.χ. υπαστυνόμος που θα έρχεται σε σύγκρουση με τους προϊστάμενους του. Μετά κάποιον συνταξιούχο αστυνομικό που αποτάχτηκε από το σώμα.
Η επιλογή μου ήταν τελικά ο Λαοκράτης. Ένας αριστερός  συνταξιούχος εμπειρικός τοπογράφος,  που  μόλις έχει αρχίσει να δημοσιογραφεί  ερασιτεχνικά στην Ημερησία, τη  μικρής κυκλοφορίας εφημερίδα του  παλιού του συντρόφου Στέλιου Χαϊκάλη. Η μαχόμενη δημοσιογραφία  αποτελεί  γι αυτόν ένα όνειρο  ζωής. Όπως  εκ των υστέρων, κατάλαβα από τη λειτουργία της αστυνομίας γνωρίζω καλύτερα  την παράδοση της Αριστεράς.

Για να τον πλάσω ανέσυρα από τη μνήμη μου εικόνες που ανάγονται στην περίοδο της  ενεργού συμμετοχής  μου στην αριστερά. Θυμόμουν ζωντανά  λαϊκούς  ανθρώπους  του σκληρού μεροκάματου  να απολαμβάνουν  τη συμμετοχή τους στην κομματική ζωή σαν μια άσκηση  ελευθερίας και συμμετοχής, σαν να είναι το μόνο μέρος της ζωής τους  που έχει νόημα να ζουν.

Πίστευα ότι ζούσα χωρίς την αξιοπρέπεια που δίνει η συμμετοχή  στην  κοινωνία,  η συμμετοχή σε κάποιον κοινωνικό σκοπό. Όλα αυτά τα χρόνια της σκληρής βιοπάλης αισθανόμουν ένας άνθρωπος της μάζας, αποκομμένος από τη δημόσια ζωή, ένας αυτοφιμωμένος και άχρηστος ιδιώτης. Γι’ αυτό και πίστευα ότι μέσα από τη δημοσιογραφία θα μεταμορφωνόμουν σε ενεργό πολίτη, καθώς στην εφημερίδα θα αποκτούσα βήμα και γνώμη.
Ο Λαοκράτης με τον τρόπο του εκφράζεις απόψεις  για την κοινωνική συμμετοχή που επεξεργάστηκε θαυμάσια  η Χάννα Άρεντ.

Ταυτόχρονα προσπάθησα  να διαπλέξω,  με έναν τρόπο  θα έλεγα ψυχαναλυτικό, την απόφαση του να γίνει δημοσιογράφος  με την  δύσκολη πορεία του πατέρα του και τις  ανομολόγητες   προσδοκίες που είχε ο πατέρας για το γιο. Και να συσχετίσω τις επιλογές του, πάλι ψυχαναλυτικά,  με έναν τραυματικό νεανικό του έρωτα την εποχή της στράτευσής του. Επίσης σαν αριστερό  τον φέρνω σε σύγκρουση, ιδεολογική και συνειδησιακή, με την αριστερά: καταγγέλλει μια δημόσια διοίκηση όταν η αριστερά δίνει αγώνα να την προστατέψει από απολύσεις και ιδιωτικοποιήσεις. 

Αφού  ολοκλήρωσα την κοινωνική και ψυχογραφική διάπλαση  του Λαοκράτη, τον άφησα ελεύθερο να κινηθεί, με τον τρόπο του βέβαια, μέσα στο έκνομο περιβάλλον της Εσπερίας. Δηλαδή να πάρει πρωτοβουλίες και να δράσει, να αντιδράσει σε όσα συμβαίνουν, να στοχαστεί και να φιλοσοφήσει.

Ένα άλλο ζήτημα που με απασχόλησε ήταν η  γλώσσα και ο τρόπος της αφήγησης. Η γλώσσα προήλθε από τη φύση του χαρακτήρα:  απλή και λαϊκή με κάποια διανοούμενη επίφαση στα στοχαστικά μέρη.  Για τον  τρόπο αφήγησης μετά από δοκιμές επέλεξα  την πρωτοπρόσωπη . Αφήγηση  σε  Α’ πρόσωπο. Εξομολογητική και  νοερή, αφού δεν απευθύνεται σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, δηλαδή μια αφήγηση  απόλυτα προσωπική και ελεύθερη.
Η αφήγηση είναι  σύγχρονη με τα γεγονότα  αλλά όχι ταυτόχρονη. Αφηγείται τα συμβάντα  μικρών διαστημάτων (εβδομάδων ή 10ημέρων).  Έτσι γεγονότα προηγούμενων  διαστημάτων ξαναεμφανίζονται  στην αφήγηση  κάποιου  μεταγενέστερου χρονικού  διαστήματος  φωτισμένα από τη γνώση που  εν τω μεταξύ αποκτήθηκε.

Και τώρα η βασική πλοκή:
Η δράση διαδραματίζεται στο  2013, στην πόλη Εσπερία, μια φανταστική πόλη - λιμάνι  της Δυτικής Ελλάδας.  Το μυθιστόρημα ξεκινά με  μια πυρκαγιά. Το  υπερκατάστημα  παιχνιδιών   Ciaobambini  τυλίγεται στις φλόγες. Μια  μητέρα με το  παιδί της  και   μια νεαρή υπάλληλος απανθρακώνονται.  Οι αρχές δείχνουν για εμπρηστές  τους πρόσφυγες του παρακείμενου καταυλισμού. Τα ερωτήματα που πλανώνται στην Εσπερία είναι: Το κτίριο είχε  πυροπροστασία; Ήταν νόμιμο; Αν  δεν ήταν,  πόσο αυτό δυσκόλεψε την αντιμετώπιση της φωτιάς;  Γιατί οι δημόσιες υπηρεσίες δεν κάνουν τη δουλειά τους;
Ο Λαοκράτης κατά προτροπή του εκδότη Χαϊκάλη  ερευνά την έλλειψη πυροπροστασίας του κτιρίου και  καταγγέλλει  πυροσβεστική και πολεοδομία ως ηθικούς αυτουργούς της τραγωδίας. Μια  πρώτη δολοφονία, του διοικητή της πυροσβεστικής, συγκλονίζει την Εσπερία. Μετανάστες  συλλαμβάνονται  ως  ύποπτοι για τη δολοφονία.  Μια  οργάνωση, η Πέντε Δέλτα με  προκήρυξή της  χαιρετίζει τη  δολοφονία. Η Πέντε Δέλτα δηλώνει ότι  στρέφεται  κατά της  Δυναστείας Διαπλοκής  και Διαφθοράς της  Δημόσιας  Διοίκησης. Χαιρετίζει τη  δολοφονία  χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη.

Κατά την έρευνα  του Λαοκράτη αναδεικνύεται η  διαφθορά της  διοίκησης (που κατά τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου έχει το χαρακτήρα οργανωμένης φαμίλιας), τα αντικρουόμενα επιχειρηματικά συμφέροντα,  η μαφία του λιμανιού που διακινεί τους πρόσφυγες, οι ρατσιστικές οργανώσεις που επιδιώκουν εκκαθάριση των προσφύγων και μια  τοπική  εξουσία (πολιτικό προσωπικό, ελεγκτικοί  μηχανισμοί,  δικαστικές και αστυνομικές αρχές)  που  προσπαθεί να  συγκαλύψει αλλά και να  ενοχοποιήσει τους πρόσφυγες της Εσπερίας  ώστε να προετοιμάσει την κοινή γνώμη  για ένα πογκρόμ εναντίον τους.

Προς τα μέσα της έρευνάς του ο Λαοκράτης ανακαλύπτει ότι ο  παλιός του σύντροφος  και εκδότης Χαϊκάλης βρίσκεται σε μυστική συμφωνία με την  διευθύντρια  της ασφαλιστικής NIS Group.  Τον προέτρεψε στην έρευνα της τραγωδίας  προκειμένου η ασφαλιστική με τη δικαιολογία των πολεοδομικών και πυροπροστατευτικών παραβάσεων του Ciaobambini,  να επιτύχει  την μη καταβολή ασφαλίστρων.  Η διευθύντρια της Ασφαλιστικής είναι και ο πρώτος νεανικός έρωτας του Λαοκράτη. Τελικά τα πράγματα είναι σχετικά, τίποτα δεν είναι απόλυτο. Κάποιος  που αντιστέκεσαι σε μια παρανομία,  μπορεί με αυτήν την  αντίστασή του  να  καλύπτει την  εξυπηρέτηση  κάποιων άλλων συμφερόντων.

Ο Λαοκράτης  κλονίζεται, αλλά συνεχίζει  την  έρευνά  του. Καταλήγει  στο συμπέρασμα  ότι τα εγκληματικά κέντρα Πέντε Δέλτα και Μαφία λιμανιού ετοιμάζουν και  μια δεύτερη δολοφονία. Ανήσυχος πηγαίνει  στην αστυνομία να καταθέσει τα στοιχεία του, και  εκεί βρίσκει ένταλμα του εισαγγελέα που τον κατηγορεί για  ηθικό  αυτουργό στην απαξίωση του δημοσίου και στη δολοφονία του διοικητή της πυροσβεστικής. Το κουβάρι της  Εσπερίας είναι πολύ μπερδεμένο. Αντί να το ξεμπλέξει   μπλέκει ο ίδιος. Τα νήματά του  τον τραβούν στην παράνοια και σε μια απαισιόδοξη   αντίληψη της πραγματικότητας.

Ο Λαοκράτης  συνεχίζει να  αμφιβάλλει. Και, μέσα στις πράγματι ανυπέρβλητες δυσκολίες που του παρουσιάζονται, αναρωτιέται: Έχει νόημα αυτή η προσπάθεια; Κάνω το σωστό ή δυσκολεύω τη ζωή μου; Σε κάθε προσπάθεια, σε κάθε όραμα που υπηρετούμε, σε κάθε  ιερό και ηθικό αγώνα στον οποίο θεωρούμε ότι είμαστε αφοσιωμένοι, ταγμένοι,  πολιτικό, κοινωνικό, ανθρωπιστικό, θρησκευτικό, έρχεται η στιγμή της αμφιβολίας και τότε οφείλουμε, πρέπει με θάρρος να δώσουμε την απάντηση στον ίδιο τον εαυτόν μας.  

Αυτό συνέβη και με το  Λαοκράτη. Η απάντηση του  ακόμη κι όταν συνειδητοποιεί  τι  κρύβεται πίσω από αυτήν την βαθιά του ανάγκη, είναι:
«Είναι  ματαιότητα να προσπαθείς να  αποφύγεις την ανάγκη σου να ζήσεις μια ζωή στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, μια ζωή προσφοράς...  Για μένα προσωπικά  και πιθανόν για μερικούς από εσάς που από την εφηβεία μας γαλουχηθήκαμε με τέτοιες ηθικές αξίες, η μόνη λύση που έχουμε είναι να προσπαθήσουμε να  εκπληρώσουμε αυτήν την ανάγκη μας, όσο ακριβό κι  αν είναι το τίμημα.  Γιατί αλλιώς δεν θα ησυχάσουμε ποτέ».

Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό της κάποιας απαισιοδοξίας που μου επισήμαναν κάποιοι φίλοι αναγνώστες.  Έχει να κάνει με το θρίαμβο του «κακού»;  Η ηθική  τάξη, η δικαιοσύνη  τίθεται εν αμφιβόλω;  Νομίζω ότι είναι απλά ρεαλισμός. 
Στην περίπτωση του  Λαοκράτη που ερευνά εγκλήματα με υπόβαθρο πολιτικό και οικονομικό, και που  με τη επίκληση της  δικαιοσύνης  χώνει τη μύτη του εκεί που διασταυρώνονται – συγκρούονται   τα μεγάλα συμφέροντα, οι  μεγάλες business ,  είναι λογικό να βρίσκεται  μπλεγμένος  και κατηγορούμενος. Θα ήταν παράλογο ο άσημος γέρο Λαοκράτης να ξεσκεπάζει και να αποκαλύπτει τα οικονομικά εγκλήματα που διαπράττουν τα μεγάλα συμφέροντα πάνω στη διεκδίκηση, μια διεκδίκηση που είναι ιδιαίτερα σκληρή στην εποχή της κρίσης. 

Τελικά,  κατέληξα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Ή κάτι σαν αστυνομικό. 

Ένα πολιτικό - υπαρξιακό μυθιστόρημα, ένα ελληνικό αντι - ρομάν νουάρ  στη σκληρή περίοδο  της χρεοκοπίας και  της προσφυγιάς, που  αναδεικνύει  τα προβλήματα αλλά και τις χρόνιες  παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας: τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, το έλλειμμα δημοκρατίας, τη δεινή θέση όσων δεν εντάσσονται στο κάθε φορά κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. 

Ταυτόχρονα, όπως ανέφερα,  επεδίωξα να γράψω ένα  μυθιστόρημα για τη  μνήμη και το ασυνείδητο, γι αυτά που σφραγίζουν τις επιλογές  στη ζωή ενός άντρα·  για τα ιδανικά  και το νόημα του κάθε αγώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου