ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΒΕΡΡΑ "Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΗΧΩΝ"

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών, τη Δευτέρα 5η Μαρτίου 2012 στην αίθουσα της Φιλαρμονικής Εταιρείας-Ωδείο Πατρών παρουσιάσθηκε η ποιητική συλλογή της Γαλάτειας Βέρρα με τον τίτλο:
« Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΗΧΩΝ»
Την παρουσίαση της συλλογής έκαναν ο Καθηγητής και Συγγραφέας Κώστας Αθανασόπουλος, ο Δημοσιογράφος και συγγραφέας Σταύρος Ιντζεγιάννης και η Φιλόλογος-Θεατρολόγος Φρύνη Κωσταρά.

Παραθέτουμε το κείμενο της εισήγησης της Φρύνης Κωσταρά λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει.
Η κ.Κωσταρά είπε τα εξής:
Την πρώτη της ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε πρόσφατα η Γαλάτεια Βέρρα με τίτλο «Η ευγένεια των ήχων», σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο «Ο κήπος με τις λέξεις». Η συγγραφέας, απόφοιτος του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στην Κεφαλονιά, όπου έχει αναπτύξει έντονη δραστηριότητα διοργανώνοντας και συμμετέχοντας σε ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις ως μέλος των χορωδιακών σχημάτων Αργοστολίου, ως ερμηνεύτρια και ως μουσικός. Η ιδιότητά της αυτή διαχέεται στο σύνολο της ποιητικής συλλογής, στην οποία είναι κυρίαρχη μια γοητευτική σύνδεση εικόνων και ήχων, ένα αρμονικό συνταίριασμα λεκτικών και μουσικών σημείων, στοιχεία αισθητά ήδη από τον τίτλο της συλλογής «Η ευγένεια των ήχων»:
«Τι ζηλευτή η ευγένεια των ήχων... Κατακτούν χωρίς να κατακτώνται. Παραπλανούν με ευχέρεια θαυμαστή, κάνοντας την αίσθηση αισθητική. Ζουν για λίγο, μένουν για πάντα. Θυμίζουν αρώματα διακριτικά που αφήνουν μνήμες ανεξίτηλες. Προνόμιο αγγέλων. Δώρο ενός Θεού που αγαπά ν` ακούει. Κι εγώ που κλήθηκα να τους υπηρετώ, κοιτάζω εκστατική τη λεπτή τους φύση, μη τολμώντας να τους μεταφράσω. Άλλωστε αυτό θα αποτελούσε ύβρη...».
Αξιοπρόσεκτη είναι και η εικονογράφηση του εξώφυλλου που παραπέμπει σε μια ονειρώδη ατμόσφαιρα, με την εικόνα ενός πιάνου σε απαλό γαλάζιο φόντο που αποπνέει ρομαντισμό, απ’ το οποίο, όμως, εξέχουν αιχμηρές ακίδες, δηλώνοντας το ζύμωμα της τέχνης με τον πόνο, ενώ κόκκινες φράουλες, σύμβολα των αναμνήσεων από την παιδική ηλικία, ξεχύνονται από τα πλήκτρα, αιχμηρές επίσης, απεικονίζοντας την οδυνηρή πορεία του ανθρώπου προς την ενηλικίωση.
Ο κύριος άξονας της ποίησης της Γαλάτειας Βέρρα συνδέεται, επομένως, με την επιστημονική της σκευή, η οποία προσδίδει στο λόγο της μια ιδιαίτερη αισθητική διανθίζοντάς τον με μουσικότητα και χαρίζοντάς του συγχρόνως ευελιξία, αρμονία και δυνατό εσωτερικό ρυθμό. Σε πολλά σημεία της συλλογής απαντούν διάσπαρτες αναφορές στον κόσμο της μουσικής, η οποία διεγείρει μνήμες, δονεί, συντροφεύει, γίνεται πηγή παρηγοριάς και λυτρωτικής κάθαρσης. Παραθέτω ενδεικτικά κάποιους σκόρπιους στίχους:
«Στον απόηχο του τραγουδιού που αγάπησες/ έριξα άγκυρα» (σελ. 27) ή:
«Σ’ αναζήτησα μέσα στους/ θλιμμένους ήχους της/ βιόλας ντα γκάμπα./ Εκεί που οι παλμοί/ χάνουν τον ρυθμό τους/ και τα ακόρντα σβήνουν/ ηδονικά» (σελ. 43), αλλού: «Τα πλήκτρα του πιάνου ήχησαν παρακλητικά./ Οι ακροατές αποχώρησαν μυστικά./ Κράτησαν ευλαβικά τις παρτιτούρες. (σελ. 49)
Ορίζουσες της ποιητικής της η μνήμη και το συναίσθημα. Εικόνες και αναμνήσεις από το παρελθόν, ένα «σμάρι από θύμησες που διέρχονται με θόρυβο εκκωφαντικό», όπως τις προσδιορίζει η ίδια στο ποίημα «Έντονες μνήμες» (σελ. 38), αναδύονται καταιγιστικές πίσω από ποικίλα βιώματα ή ακόμα και απλά, καθημερινά αντικείμενα του παρόντος, άλλοτε χαρούμενες και ανέμελες, και άλλοτε βασανιστικές, πάντοτε, όμως, με μια οπτιμιστική προοπτική. Παραθέτω ενδεικτικά το ποίημα «Αναπόληση» (σελ. 46)
«Έντυσα με μετάξια/ τις ελπίδες μου./ Άπλωσα το είναι μου στο χρόνο./ Έστρεψα τα μάτια μου στο άπειρο./ Τότε ονειρεύτηκα./ Όνειρα μιας ηλικίας παιδικής/ σχεδόν ξεχασμένης./ Ταξίδια ανέμελα/ χωρίς προορισμό./ Εύχομαι το αέναο./ Μη σβήσει η πνοή μου».
Ανάμεσα στις μνήμες αυτές και η θύμηση μιας δυνατής αγάπης, μιας αγάπης ανώτερης, ευγενικής, απ’ αυτές που συγκλονίζουν τη γυναικεία ψυχή, αφήνοντας, όμως, την οδυνηρή αίσθηση του ανικανοποίητου και της απώλειας. Η ατραπός του έρωτα ανηφορική, η πορεία δύσκολη και επώδυνη, περνά μέσα από έναν εξιλεωτικό αυτοβασανισμό, καταλήγοντας, ωστόσο, στην εσωτερική γαλήνη. Το προσωπικό βίωμα μετουσιώνεται εντέλει σ’ έναν ευρύτερο ποιητικό ύμνο του έρωτα ως ανώτερου και εξιδανικευμένου συναισθήματος. Παραθέτω ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα από τα ποιήματα «Κραυγή» και «Οδυνηρή αναζήτηση»:
Κραυγή: «Η απουσία δεν συνηθίζεται.../ Ακόμη διατηρώ τη μνήμη του ουρανού σου./ Πότε δεν έμαθα/ αν θα μου χάριζες ένα σου άστρο». (σ. 36)
Οδυνηρή αναζήτηση: «Σ’ αναζήτησα μα/ οι πνοές μας δεν έσμιξαν ποτέ γυρίζοντας αδέσποτες,/ χωρίς προορισμό... Σταματώ λοιπόν εδώ./ Στις μνήμες που με συντροφεύουν./ Στην κατάφαση/ της ηχηρής σου απουσίας». (σ. 43)
Αντίβαρο στη γλυκόπικρη γεύση του έρωτα το βίωμα της βαθιάς οικογενειακής ευτυχίας, ιδωμένης στα φωτεινά πρόσωπα τριών μικρών αγγέλων, της Αντιγόνης, της Ζαφειρένιας και της Μυρτώς, στις οποίες και αφιερώνεται το πρωτόλειο αυτό πνευματικό πόνημα. Στίχοι που ξεχειλίζουν από λυρισμό, καταφέρνοντας να μετουσιώσουν το συναίσθημα σε ποίηση, να εκφράσουν την αγάπη απλά, λιτά και ουσιαστικά. Τα ποιήματα «Πνοή ζωής» και «Ορισμός αγάπης» αφιερώνονται αντίστοιχα στις τρεις μικρές ρήγισσες της ζωής της (σ. 41, 42). Ποιητικά ορόσημα και συγχρόνως οδοδείκτες ζωής το πρόσωπο της μητέρας και του άλλου μισού της ύπαρξής της, της δίδυμης αδελφής. Πηγαία συναισθήματα θαυμασμού και βαθιάς αγάπης καταφέρνουν να δαμαστούν σ’ έναν χειμαρρώδη ποιητικό λόγο, συγχρόνως, όμως, έντονα λυρικό, και να αποτυπωθούν σε ποικίλες αποχρώσεις και διαβαθμίσεις. Η γυναικεία ματιά και ευαισθησία είναι ευδιάκριτη και στην ενότητα αυτή της ποίησής της. Στα ποιήματα «Ευγνωμοσύνη» και «Αφοσίωση» (σελ. 35, 37), έμπλεος συναισθημάτων επιτυγχάνει να συστεγάσει τη ρετρό αναπόληση στιγμών του παρελθόντος με το ρεαλιστικό παρόν μέσα σε μια ονειρώδη ατμόσφαιρα.
Ο χρόνος στην ποίηση της Γαλάτειας προβάλλει ενιαίος και αδιαίρετος, καθώς το παρόν αποτελεί την αυτονόητη συνέχεια του παρελθόντος. Η ποιητική της γραφή αποτελεί ενίοτε απόρροια μιας μνήμης ενεργοποιημένης και εσωτερικά επεξεργασμένης. Η αφήγηση, η κρίση, η θύμηση αφορούν συχνά σ’ ένα αδιαπέραστο νήμα παρόντος και παρελθόντος, το οποίο η ποιήτρια αναμοχλεύει διαρκώς, αναζητώντας εναγωνίως κρυμμένες αλήθειες, προσδοκώντας απαντήσεις σε βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα. Το ποίημα «Αναφορά στο παρελθόν» (σ. 34) είναι δηλωτικό της διαδικασίας αυτής:
«Στον οικισμό των προγόνων μου, αναπαύω την πείρα μιας σύντομης ζωής. Ανιχνεύω τους ρόλους προσφιλών προσώπων. Αφουγκράζομαι την άρρητη επικοινωνία, τη βαθιά κληρονομιά. Περπατώ ανάμεσα σε συμβάντα, σε γεγονότα μοναδικά. Ύστερα κοιτώ μέσα μου βαθιά. Τι άραγε απ’ όλα αυτά φέρω στους μικρούς, νεανικούς μου ώμους; Ποιες νουθεσίες, συμβουλές, προτροπές, ηχούν σαν κύμβαλα στα κύτταρά μου... Νιώθω το χάδι των πεπερασμένων. Την αύρα του αόρατου».
Ο χώρος, από την άλλη, της ποίησής της είναι κυρίως εσωτερικός, με κυριότερο στοιχείο την ενδοσκόπηση, τη στροφή στα άδυτα της ψυχής και της μνήμης. Ποίηση στοχαστική, όπου τα εξωτερικά στιγμιότυπα λειτουργούν συχνά ως σκηνικός χώρος σε δεύτερο πλάνο (όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Δρόμος μετ’ εμποδίων»), ενώ τα αντικείμενα γίνονται σύμβολα ή αφορμές σκέψης και αυτοκριτικής• επισημαίνω, επιλεκτικά, «το καπέλο των συμφορών» και «τα ρούχα της απογοήτευσης», που η ποιήτρια αποβάλλει από πάνω της στο ποίημα «Επαναπατρισμός» (σ. 10), τις «δυο φωτογραφίες απεικόνισης μιας αιχμαλωσίας δίχως δεσμά» στο ίδιο ποίημα, την «αιώρα», όπου «λικνίζει το σώμα της μεταβολής», το «τηλέφωνο» που εκπέμπει «σήματα ακαθόριστα» και το «ρολόι» με το οποίο συντονίζονται οι «χτύποι της καρδιάς» στο ποίημα «Όταν πάλλεται η ζωή» (σ. 19), ή το «ραδιόφωνο» που «ξορκίζει» τον ήχο της βροχής και τις καταιγιστικές αναμνήσεις στο ποίημα «Έντονες μνήμες» (σ. 38).
Η γλώσσα της ποίησής της καθαρή και μεστή, με κυρίαρχο το ουσιαστικό και το ρήμα, χωρίς πολλά στολίδια και περίτεχνες φιοριτούρες, με διάχυτο, ωστόσο, λυρισμό και δυνατές εικόνες. Ο τόνος εν γένει χαμηλόφωνος, που, όμως, υποθάλπει δυνατές εξάρσεις, οι οποίες συχνά μετατρέπουν την ψιθυριστή σε στιγμές προσωπικής ρέμβης και αναπόλησης φωνή της σε χειμαρρώδη και εκρηκτική. Λόγος πεζολογικός, που επιτυγχάνει να συμφιλιώσει την ακριβόλογη διάθεση με την ενδιάθετη ποιητικότητά της, πυκνός και λακωνικός με ξεχωριστή ενάργεια, φράσεις ακριβούς οικονομίας και μελετημένης έντασης, που μετεωρίζονται, ισορροπώντας ταυτοχρόνως ανάμεσα στο ονειρικό και το ρεαλιστικό. Όσον αφορά τη μορφή των ποιημάτων θα λέγαμε ότι η συλλογή διχοτομείται ανάμεσα στα ποιήματα που ακολουθούν μια πιο παραδοσιακή δομική φόρμα και εκφραστική, εύληπτη και στον πιο ανοίκειο με τη σύγχρονη ποίηση αναγνώστη, και σ’ εκείνα, όπου υπολανθάνουν στοιχεία υπερρεαλιστικής γραφής, στα οποία με περισσή επιδεξιότητα μέσα από αποκλίνοντες της συνήθους γλωσσικής νόρμας συνδυασμούς η ποιήτρια οδηγείται σ’ ένα ευφυές παιχνίδι με τις λέξεις, που καθιστά επιβεβλημένη την επανάληψη της ανάγνωσης, προκειμένου να απολαύσει κανείς τη διαδρομή των σκέψεων και τους συνειρμούς της.
Η Γαλάτεια Βέρρα εν ολίγοις καταφέρνει μέσα από το πρώτο αυτό ποιητικό της φανέρωμα να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα της στο χώρο της ποίησης, εκφράζοντας με παρρησία και τόλμη το βαθύτερο «είναι» της, δίνοντας μέσα από τις σκέψεις και την ιδιαίτερη εικονοπλαστική δύναμή της την ευκαιρία στον αναγνώστη να στοχαστεί και να ενεργοποιήσει μνήμες. «Μότο» θα έλεγα της πρώτης αυτής ποιητικής συλλογής -με αδημονία, βεβαίως, αναμένουμε και τη δεύτερη- αποτελεί η καταληκτική φράση του ποιήματος «Όταν πάλλεται η ζωή» (σ. 19): «Ακατάπαυστα αισθάνομαι, βιώνω, καρτερώ». Οπωσδήποτε, η ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα λειτουργεί καθαρτήρια, εξαγνίζοντας οδυνηρά βιώματα και βασανιστικές μνήμες του παρελθόντος, χρωματίζοντας ελπιδοφόρα το παρόν και το μέλλον, εκπέμποντας μηνύματα αισιοδοξίας. Αυτή η ανθρώπινη διάσταση και προοπτική, η οποία και συνιστά, κατά τη γνώμη μου, δικαίωση της ποίησης, έχει τη δύναμη να συγκινεί, να προβληματίζει, να διεισδύει στα άδυτα της ψυχής, οδηγώντας σε μια ψυχική και πνευματική αναγέννηση και εντέλει στη λύτρωση, όπως εκφράζεται στο ομώνυμο ποίημα (σ. 16):
Λύτρωση: «Στις όχθες του σήμερα
έπλυνα τις μνήμες.
Τίναξα τη σκόνη ευλαβικά.
Έδιωξα τις γυάλινες σκιές.
Ύστερα, ήρθε το φως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου