ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ

Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη

Πολύτεκνος , πέντε παιδιά είχε αποκτήσει ο κυρ Γιώργης ο μαραγκός. Πέρα από την τέχνη του μαραγκού, που έμαθε κοντά σε έμπειρους τεχνίτες της κοντινής Γαστούνης, για να τα βγάλει πέρα έκανε και αγροτικές εργασίες. Έβαζε την αξίνα, στη σχάρα του ποδηλάτου και εργάζονταν σε ξένες σταφίδες κι αμπέλια. Δεν έμενε ποτέ χωρίς δουλειά. Κτήματα δικά του δεν είχε. Με διάφορες σκληρές οικονομίες του, αγόρασε κάποια χέρσα και λογγωμένα από την εγκατάλειψη χωράφια. Τα ξελόγγωσε και στο ένα φύτεψε αμπέλι, στο άλλο φύτεψε ελιές και σ’ ένα τρίτο καλλιεργούσε σιτάρι για να εξασφαλίζει το ψωμί της χρονιάς. Έτρεφε κατά καιρούς μερικές αγελάδες και μεγάλωνε αρνιά που αγόραζε μικρά από τσομπάνηδες του χωριού. Εξασφάλιζε έτσι το γάλα των παιδιών του και το κρέας για τις μεγάλες γιορτές, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και το Πανηγύρι του χωριού.
Όμως τα πολλά παιδιά, οι ανάγκες τους, και η σκληρή οικονομία του να αποκτήσει ένα κομμάτι γης , δεν άφηναν περιθώρια για χαρτζιλίκι στα παιδιά.
Έβλεπαν κι εκείνα την κατάσταση, καταλάβαιναν ότι είναι δύσκολη η ζωή, αφού δεν έβλεπαν σχεδόν διόλου την μάνα τους, δεν είχαν νιώσει το χάδι της και τη στοργή της, όχι γιατί ήταν άστοργη μητέρα, όχι γιατί δεν προλάβαινε ποιο από όλα να νταντέψει, αλλά γιατί έτρεχε κοντά στον άνδρα της. Ήταν πάντα μαζί του σ’ όλες τις αγροτικές εργασίες και σ’ όλες τις ενασχολήσεις του. Χωρίς τη Μαρία του -Άγιο να είναι το χώμα της-, δεν έκανε βήμα. Ο κ. Γιώργης ήθελε τη βοήθειά της και εκείνη το στήριγμά του. Τα παιδιά είχαν για μάνα τη νόνα τους, τη μητέρα του κ. Γιώργη. Η νόνα τους ήταν πατέρας και μάνα μαζί, γιαγιά και παππούς, παιδαγωγός και φύλακας προστάτης τους.
Τα πιο μεγαλωμένα ο Πέτρος κι ο Κώστας, όταν επέστρεφαν από το σχολείο έτρεχαν να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες, να ταΐσουν και να ποτίσουν τις γελάδες, , να σκάψουν το αμπέλι, να μαζέψουν τις ελιές, δουλειές ανάλογες με την εποχή, κι ακόμη έτρεχαν να βγάλουν και κανένα μεροκάματο σε ξένα κτήματα. Στο μάζεμα της τομάτας, της πατάτας, στον τρύγο της σταφίδας, στη συγκομιδή του καρπουζιού.
Αλλά και το χειμώνα που δεν υπήρχαν εργασίες στα χωράφια, δεν έμεναν και τότε χωρίς απασχόληση. Όταν άρχιζε το όργωμα των χωραφιών , έβρισκαν καινούργια απασχόληση. Το διάβασμα έμενε για το βράδυ που σκοτείνιαζε. Όσο φώτιζε ο ήλιος έτρεχαν στα οργωμένα χωράφια.
Με το όργωμα , κι όταν μάλιστα το αλέτρι έμπαινε βαθύτερα στη γη έβγαιναν στην επιφάνεια οι ρίζες ενός φυτού που ήταν άφθονο στα πρώτα εκείνα χρόνια στον κάμπο, το γλυκόριζο. Ήταν ένα πολυετές, βαθύρριζο ποώδες φυτό που η ρίζα του έχει γλυκιά γεύση και χρησιμοποιείται και σήμερα στη φαρμακευτική. Έπιαναν λοιπόν δουλειά τα δυο αδέλφια. Συγκέντρωναν σε δεμάτια τις ρίζες αυτές και άλλοτε με το ποδήλατο του πατέρα τους, άλλοτε με δανεικό γαϊδουράκι μετέφεραν την ποσότητα στην κοντινή κωμόπολη, στο εργοστάσιο επεξεργασίας γλυκόριζας. Έτσι ονομάζανε οι κάτοικοι της περιοχής την εγκατάσταση ενός χώρου, όπου οι αδελφοί Σπηλιόπουλοι έκαναν μια πρώτη επεξεργασία, δηλαδή τον καθαρισμό και τη συσκευασία του σε μπάλες για εξαγωγή κυρίως στην Αγγλία. Εκεί λοιπόν τα δυο αδέλφια πωλούσαν την ποσότητα του γλυκόριζου που μάζευαν και κέρδιζαν μερικά χρήματα, για το χαρτζιλίκι αλλά κυρίως για να τα προσφέρουν στην μάνα τους προκειμένου μ’ αυτά να καλύψει μερικές από τις ανάγκες της πολύτεκνης οικογένειάς τους.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Η φύση άγρια, όπως συνήθως το μήνα Δεκέμβρη. Ο κάμπος στη μεγαλύτερή του έκταση είναι σπαρμένος, ελάχιστες εκτάσεις παραμένουν ακόμη χέρσες. Το ξεροβόρι θερίζει κυριολεκτικά όποιον τολμήσει να ξεφύγει από την προστασία του τζακιού. Τα αδέλφια όμως, ο Πέτρος κι ο Κώστας, δεν είχαν αναπαμό. Έρχονταν γιορτές των Χριστουγέννων, έπρεπε να μαζέψουν λίγα ξύλα, όσα είχαν απομείνει στον κάμπο για τις ανάγκες του μαγειρέματος. Τα νεράγκαθα, τα γκιλίρια, οι λυγαριές και τα γλυκόριζα, ήταν τα μόνα ξύλα που εύρισκαν και χρησιμοποιούσαν. Η μεγάλη ανάγκη των κατοίκων του κάμπου για ξύλα τα είχε εξαφανίσει. Τα μόνα που υπήρχαν ήταν οι ξεροί βλαστοί του γλυκόριζου που είχαν απομείνει στα χωράφια, που δεν είχαν ακόμη οργωθεί. Βάλθηκαν λοιπόν να μαζεύουν τα κλαδιά. Συγκέντρωσαν ένα δεμάτι, το έδεσαν καλά μ’ ένα σύρμα και το έβαλαν στο ποδήλατο. Ο ένας το οδηγούσε κρατώντας το από το τιμόνι κι ο άλλος ακολουθούσε βαστάζοντας το δεμάτι. Στην πορεία της επιστροφής τούς περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Είδαν ένα χωράφι πρόσφατα οργωμένο και με ξεθαμμένες ρίζες γλυκόριζου. Δεν έχασαν καιρό, άφησαν στην άκρη το ποδήλατο και τα ξύλα και βάλθηκαν να μαζέψουν γλυκόριζο. Αν και δεν έμενε πολύ ώρα μέρας, έβαλαν τις δυνάμεις τους και έκαναν το ακατόρθωτο. Σε σύντομο χρόνο συγκέντρωσαν μια αρκετά μεγάλη, για τα δικά τους δεδομένα, ποσότητα. Τη δεμάτιασαν και την άφησαν σε μια άκρη. Η ώρα δεν τους έπαιρνε για να την μεταφέρουν στο σπίτι.
Την άλλη μέρα, δανείστηκαν τον γαϊδαράκι, της γειτόνισσας της κυρά-Βγενιάς. Φόρτωσαν τα δέματα του γλυκόριζου στο σαμάρι του και πεζοπορώντας το μετέφεραν στο εργοστάσιο. Παρέδωσαν το φορτίο στον υπεύθυνο, ήταν ένα γεροντάκι, ένας από τα αδέλφια των ιδιοκτητών του εργοστάσιου. Ζύγισε την ποσότητα, έκανε τους λογαριασμούς του και τους παρέδωσε τα χρήματα που αντιστοιχούσαν σ’ αυτή. Μάλιστα αυτή τη φορά δεν τους αφαίρεσε τη φύρα κι αυτό τους έδωσε μεγαλύτερη ικανοποίηση, έτσι τα χρήματα που έπαιρναν ήταν περισσότερα από άλλες φορές και θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν περισσότερες ανάγκες τους. Όταν πήραν τα χρήματα ο Κώστας έριξε την ιδέα, να αγοράσουν ένα λαχείο. Εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε το Λαχείο της Ενώσεως Συντακτών, που μοίραζε πολλά χρήματα, και διαμερίσματα ακόμη στην Αθήνα. Η κλήρωση γινότανε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Ο Πέτρος δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Άλλωστε η αγορά ελπίδας προς στιγμή τον έβρισκε σύμφωνο. Δε χρειάστηκε πολλή σκέψη. Μια και δυο στο πρακτορείο εφημερίδων. Εκεί ο πράκτορας πωλούσε τα γνωστά Λαχεία Συντακτών. Ο Κώστας έτρεξε αμέσως χωρίς χρονοτριβή κι αγόρασε ένα.
Με το λαχείο- ελπίδα στην τσέπη και με τα υπόλοιπα χρήματα επέστρεψαν στο χωριό. Εκεί τους περίμενε με ανυπομονησία η μάνα τους, είχαν άλλωστε παραβιάσει τη ώρα επιστροφής τους.
-Γιατί αργήσατε αγόρια μου; είπε η μητέρα, και έτρεξε όπως έκανε πάντα, να τ’ αγκαλιάσει.
Με τις ανάλογες δικαιολογίες, καθησύχασαν την μητέρα τους, και της παρέδωσαν τα χρήματα του μόχθου τους. Για το λαχείο δεν έκαναν διόλου κουβέντα. Έμεινε κοινό τους μυστικό. Ήθελαν, περισσότερο ο Κώστας που είχε και την ιδέα , να κάνει στους γονείς του μια ευχάριστη έκπληξη, αφού άλλωστε, όπως έλεγε ήταν σίγουρος, για την επιτυχία του.
Το βράδυ έκανε την προσευχή του, παρακάλεσε το Χριστό να εκπληρώσει την επιθυμία του. «Με τη γέννησή Σου, που σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε, Χριστέ μου κάνε , να κερδίσει το λαχείο μου», είπε με τρεμάμενη φωνή. Ήταν βέβαιος πλέον , πως ο Χριστός που για τα πάντα φροντίζει θα ικανοποιούσε την επιθυμία του . Αφού προσευχήθηκε, έκανε ευλαβικά και πάλι το σταυρό του, ασπάσθηκε όλες τις εικόνες που υπήρχαν στο εικονοστάσι, κι έβαλε το λαχείο προσεκτικά πίσω από την εικόνα του Χριστού. Ήταν πια σίγουρος για την επιτυχία. Η προσευχή του, οι ασπασμοί των ιερών εικόνων, η παράκλησή του και η θέση του λαχείου πίσω απ’ την εικόνα του Χριστού του έδιναν πλέον τη βεβαιότητα της επιτυχίας .
Την ημέρα των Χριστουγέννων πήγαν όλοι μαζί στην Εκκλησία, κοινώνησαν και μετά επέστρεψαν στο σπίτι, όπου τους περίμενε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τη γαλοπούλα. Χαίρονταν τη θαλπωρή της οικογενειακής στέγης που προσφέρει η μεγάλη μέρα της Γέννησης. Ο Κώστας εκείνη τη μέρα άναψε ένα επί πλέον κερί στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού νιώθοντας την ανάγκη να ευχαριστήσει, ίσως και να… «δωροδοκήσει» το νεογέννητο για να του κάνει τη χάρη, και να κερδίσει το λαχείο .
Η αγωνία του στην αναμονή της κλήρωσης ήταν έκδηλη. Δεν καθόταν πουθενά. Τον είχε καταλάβει ένας έντονος και εμφανής εκνευρισμός και μια ανησυχία. Δεν έλεγε όμως τίποτα για να δικαιολογήσει την αναστάτωσή του. Τον έβλεπαν όλοι ανήσυχο, απέφευγαν όμως να ρωτήσουν για να μάθουν το λόγο της ανησυχίας του. Ανυπομονούσε να έρθει η ώρα της κλήρωσης. Είχε γράψει σε ένα χαρτάκι το νούμερο του λαχείου και το νούμερο της σειράς, έτσι από τις πολλές φορές που διάβασε τον αριθμό τον είχε αποστηθίσει. Ακόμη και στον ύπνο του μονολογούσε , 0 8 9 3 2 8 της Ε΄ σειράς.
Έκανε όνειρα, υπολογισμούς, πιθανές διανομές του ποσού των κερδών κι ακόμη τι ποσό θα έδινε στον καθένα. Τι θα κάνει τα περισσότερα. Από το νου του έρχονταν διάφορες σκέψεις. Θα πάρει κοστούμι του πατέρα, φόρεμα και παλτό της μητέρας, φορέματα και κούκλες στις μικρότερες αδελφές και φυσικά τα μισά θα τα έδινε στο συνεταίρο του τον Πέτρο που μαζί εξασφάλισαν τα χρήματα για την αγορά του λαχείου. Βέβαια ο μεγάλος διαχειριστής των κερδών θα ήταν ο πατέρας, εκείνος ήξερε περισσότερα. Μια σκέψη που περνούσε από το νου του και θα την πρότεινε στον πατέρα ήταν να βάλουν τα χρήματα στην Τράπεζα για τις σπουδές τους.
Πέρασαν οι μέρες, λίγες άλλωστε είχαν απομείνει μέχρι τη μέρα της κλήρωσης. Έφτασε η κρίσιμη μέρα. Ο Κώστας με λαχτάρα έτρεξε να αγοράσει την εφημερίδα που είχε δημοσιεύσει τους τυχερούς αριθμούς του Λαχείου. Δεν τη βρήκε στο πρώτο περίπτερο, είχε μόλις τελειώσει. Η αγωνία του στο κατακόρυφο. Έτρεξε σε άλλο. Εκεί βρήκε ένα φύλλο της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» το πήρε και έτρεξε κατ’ ευθείαν στο σπίτι. Κρύφτηκε στο δωμάτιό του για να χαρεί πρώτος εκείνος την επιτυχία του και μετά να την αποκαλύψει στους υπόλοιπους.
Άρχισε να διαβάζει προσεχτικά τους αριθμούς που κέρδιζαν. Προσπαθούσε να ανακαλύψει μέσα σ’ αυτούς και τον δικό του. Η εφημερίδα κινιόταν από τα χέρια του που έτρεμαν. Τα μάτια του έβλεπαν διπλά τα νούμερα, έτσι που αναγκαζότανε να τα ξαναδιαβάσει για να σιγουρευτεί. Το πρόσωπό του, όσο έβλεπε ότι μέσα σ’ αυτά που διάβαζε, δεν ανακάλυπτε τον αριθμό του δικού του λαχείου άλλαζε χρώματα. Γινότανε κόκκινο, μετά έπαιρνε μια κιτρινοπράσινη χροιά και τέλος έπαιρνε το χλωμό κίτρινο χρώμα.
Αφού τελείωσε την ανάγνωση των αριθμών και δεν έβρισκε πουθενά τον αριθμό του δικού του λαχείου, κάποια στιγμή νόμισε πως είδε το δικό του αριθμό να κερδίζει. Άρχισε πάλι να διαβάζει τους αριθμούς από την αρχή, σιγά σιγά και φωναχτά, έτσι που να μην του μείνει καμιά αμφιβολία πως κάποιον αριθμό διάβασε λάθος. Όμως και πάλι δεν έβρισκε μεταξύ των αριθμών που μοιράζονταν τα κέρδη και το δικό του. Δεν έχασε και πάλι το θάρρος του, δεν απελπίστηκε, ήταν τόση η σιγουριά του που δεν πίστευε ποτέ ότι με τόση προσευχή, με τόσες παρακλήσεις, με το λαχείο στο εικονοστάσι, δε θα κέρδιζε. Άρχισε και πάλι να διαβάζει απ’ την αρχή ένα - ένα αριθμό μια -μια σειρά κι ακόμη και τους λαχνούς που κλήρωναν στους λήγοντες. Όμως τίποτε. Το δικό του νούμερο δεν υπήρξε πουθενά. Μάζεψε την εφημερίδα, την τσάκισε στα τέσσερα, και μετά στα οκτώ και αφού την περιόρισε σε μικρό σχήμα πήγε με προσοχή στο εικονοστάσι. Πήρε το λαχείο και μαζί με την εφημερίδα τα ’ριξε στο αναμμένο τζάκι. Είδε με μιας να φουντώνει η φλόγα τους και ο καπνός να γεμίζει την καπνοδόχο. Είδε τα όνειρα που έκανε να γίνονται καπνός και αποκαΐδια. Δεν είπε τίποτε και σε κανένα. Μάταια ο Πέτρος προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να τον συνεφέρει. Είχε γκρεμιστεί το μεγάλο του όνειρο και μαζί μ’ αυτό και η πίστη του.
Ο Κώστας δεν ξαναγόρασε λαχείο, δεν ασχολήθηκε ποτέ με ό,τι μπορούσε να του θυμίζει τζόγο. Δεν ξανάκανε τέτοια όνειρα, συνέχισε όμως να πιστεύει και να υπηρετεί την Εκκλησία, και κάθε Χριστούγεννα να ψάλει: «Χριστός γεννάται δοξάσατε…».
Είχε κερδίσει το λαχείο της ζωής , δημιούργησε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Όμως δεν έπαψε να θυμάται με ανάμεικτα συναισθήματα κάθε πρωτοχρονιά την αγορά εκείνου του πρώτου και μοναδικού λαχείου που είχε σταλάξει τόση πίκρα στην παιδική ψυχή του …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου