ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΑΣ

(Ο Άνθρωπος και Πεζογράφος )


Ο κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος αείμνηστος συμπολίτης μας Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο δοκίμιο-πρόλογο του βιβλίου του επίσης συμπολίτη Αλέκου Μαρασλή «ΠΑΤΡΑ 1900» σημειώνει πως η πόλη των Πατρών έχει αποτελεστεί από Επτανησίους, Καλαβρυτινούς και Ηλείους κατά κύριο λόγο.
Οι Ηλείοι της Πάτρας αποτελούν ένα ζωντανό κύτταρο στη ζωή της πόλης και η Πάτρα οφείλει ένα μέρος της προόδου της σ’ αυτούς.
Μεταξύ των Ηλείων που εγκαταστάθηκαν κι έδρασαν στην πόλη των Πατρών περιλαμβάνεται και ο Ηλείος (γεννημένος στο Βαρθολομιό) καθηγητής και συγγραφέας Γεράσιμος Μακρυδήμας.
Ο Γεράσιμος Μακρυδήμας γεννήθηκε το 1907. Ήταν ο πρώτος γιος της υπερπολύτεκνης οικογένειας του Διονυσίου Μακρυδήμα ,ενός νοικοκύρη του Κάμπου και της Αγγελικής κόρης του Λεχαινίτη Δημητρίου Καρκαβίτσα αδελφής του μεγάλου μας διηγηματογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Η οικογένεια Μακρυδήμα είχε τρεις γιους και τρεις κόρες. Με την οικονομική άνεση που είχε η οικογένεια για εκείνη την εποχή σπούδασαν σχεδόν όλα τα παιδιά της.
Ο Γεράσιμος όταν τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό του φοίτησε στο Γυμνάσιο Αμαλιάδος και στη συνέχεια φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου έλαβε το πτυχίο του καθηγητή της Φυσικής.
Ο πρώτος του διορισμός έγινε το έτος 1939 στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων, αρκετά καθυστερημένα λόγω της δικτατορίας Μεταξά.
Το 1945 μια μετάθεση τον στέλνει στο Γυμνάσιο Γαστούνης και μια νεώτερη το 1949 τον στέλνει στο Γυμνάσιο Ζακύνθου, όπου και πέρασε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του.
Το 1953 έζησε τη φοβερή δοκιμασία των σεισμών της Ζακύνθου εξ αιτίας των οποίων εξερράγη πυρκαγιά στην πόλη κατά την οποία μεταξύ των κατοικιών που κατεστράφησαν τόσο από το σεισμό όσο και τη φωτιά που ακολούθησε αποτεφρώθηκε η κατοικία του Μακρυδήμα και μαζί της , η βιβλιοθήκη του και τα χειρόγραφά του. «Η ΠΟΥΛΙΑ» ένα από τα μυθιστορήματά του σώθηκε δακτυλογραφημένο στα χέρια πνευματικού ανθρώπου που ζούσε στην Αθήνα.
Το 1954 μια νέα μετάθεση τον φέρνει στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων Πατρών και τότε εγκαθίσταται οικογενειακώς στην πόλη μας. Τότε λαμβάνει την πρώτη του προαγωγή . Το 1960 προάγεται στο βαθμό του βοηθού Γυμνασιάρχη και το 1966 στο βαθμό του Γυμνασιάρχη. Τον ίδιο χρόνο του ανατίθεται διεύθυνση του Νυχτερινού Γυμνασίου Πατρών.
Τον Οκτώβρη του 1967 η Δικτατορία των Συνταγματαρχών για τις δημοκρατικές του αρχές του επιβάλλει την πρώτη τιμωρία και τον υποβιβάζει από τη θέση του Γυμνασιάρχη στη θέση του βοηθού Γυμνασιάρχη και του επιβάλλει την ποινή της εξάμηνης διαθεσιμότητας, με τη γνωστή και στερεότυπη για όλους που είχαν την ίδια τύχη, αιτιολογία «δι’ ανάρμοστον συμπεριφοράν προς την επανάστασιν».
Αυτός ο υποβιβασμός και η ποινή της εξάμηνης διαθεσιμότητας είχαν φοβερές επιπτώσεις στην κατάσταση της υγείας του Μακρυδήμα. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτή η μεταχείριση που του επεφύλαξαν οι άνθρωποι της δικτατορίας συντόμευσαν το τέλος της ζωής του.
Αυτή η μεταχείριση από το ανελεύθερο καθεστώς της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών ήταν η τρίτη εμπειρία του και το τίμημα που πλήρωσε για τη δημοκρατικότητά του και τις αντιλήψεις του.
Η πρώτη του εμπειρία ήταν όταν διώχθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους Ταγματασφαλίτες το 1942-1943, η δεύτερη όταν εξορίστηκε στη Μακρόνησο από την μετακατοχική Κυβέρνηση του 1948 και η τρίτη και τελευταία όταν τιμωρήθηκε με υποβιβασμό και έμεινε χωρίς εργασία με την επιβολή της ποινής της εξάμηνης διαθεσιμότητας από τη Δικτατορία το 1967.
Ο Μακρυδήμας υπήρξε αμετανόητος Δημοκράτης και Αλτρουιστής.
Η άρνησή του να βοηθήσει με τη συμμετοχή του στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στο Βαρθολομιό, τόπο καταγωγής του, ήταν το «αμάρτημα» εκείνο που θα έπρεπε να πληρώνει για όλη του τη ζωή.
Το «αμάρτημα» αυτό θα το πλήρωνε οριστικά με την ίδια τη ζωή του, αν δεν τον ειδοποιούσε για το μπλόκο που του είχαν στήσει για να τον δολοφονήσουν οι συνεργάτες των Γερμανών την περίοδο της κατοχής ένας αιμοδιψής τύπος των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνεργάτης των Γερμανών, ο περιβόητος ΑΕΤΟΣ. Αυτό το έκανε ,όπως έλεγε, από υποχρέωση που ένοιωθε, στην οικογένεια Μακρυδήμα από την οποία κάποια περίοδο ,είχε φάει ψωμί δουλεύοντας στα κτήματά της.
Το 1970 επανέρχεται στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετείται στο Ε΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών από όπου το 1972 υπέβαλε την παραίτησή του πικραμένος και συνάμα αηδιασμένος, επειδή δεν άντεχε να αντιμετωπίζει την άνιση μεταχείριση που του επεφύλασσαν τα τσιράκια της Δικτατορίας με το να προάγονται στις κρίσεις ,νεώτεροί του και να παραγκωνίζεται ο ίδιος με περισσότερα χρόνια προσφοράς στην υπηρεσία.
Πρέπει να σημειώσω για να φανεί η κακότητα που αντιμετώπισε ο Μακρυδήμας από τις αρχές εκείνης της περιόδου ήταν ότι στο έγγραφο της επαναφοράς του στην ενεργό υπηρεσία δεν γίνονταν καμιά μνεία για άρση της ποινής της εξάμηνης διαθεσιμότητας, και αυτό το ένοιωθε μεγάλο βάρος.
Μετά την παραίτησή του από την ενεργό υπηρεσία το 1972 επιστρέφει στην Πάτρα όπου και παρέχει τις υπηρεσίες του σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στα Γυμνάσια, «ΘΕΤΙΚΟ» και «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ».
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας αποκαταστάθηκε ηθικά και υπηρεσιακά ο Μακρυδήμας. Η αποκατάσταση στο βαθμό του Γυμνασιάρχη ήρθε στις παραμονές του θανάτου του.
Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί το 1975 του δημιουργούσε μια σοβαρή κατάσταση αμνησίας και μόνο μερικά φωτεινά διαλείμματα μνήμης είχε μέχρι την 27η Ιανουαρίου 1977 ημερομηνία του θανάτου του.
Ο Μακρυδήμας ευτύχισε να αποκτήσει μια αξιόλογη οικογένεια.
Την περίοδο που υπηρετούσε στο Γυμνάσιο Γαστούνης το 1947 ερωτεύθηκε τη μαθήτρια του της τελευταίας τάξεως του Γυμνασίου, Αντιγόνη Παπαναστασοπούλου. Μαζί της έκανε μια υποδειγματική οικογένεια, απόκτησε δύο παιδιά, μια κόρη κι ένα γιο, που ακολούθησαν και τα δυο την Ιατρική επιστήμη και ήδη σήμερα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με επιτυχία στην κοινωνία μας.
Η σύζυγος του ήταν ο άνθρωπος που στάθηκε κοντά του και του παραστάθηκε στις δύσκολες ώρες του. ΄Ήταν ακόμη ο άνθρωπος που πρώτος θα διάβαζε κάθε τι που το φωτισμένο του μυαλό θα αποτύπωνε με τη γραφίδα του στο χαρτί.
Τις ευχάριστες ώρες του στην Πάτρα ο Μακρυδήμας τις περνούσε με διαλεχτές συντροφιές που τις αποτελούσαν κυρίως πνευματικοί άνθρωποι, ο γιατρός και λογοτέχνης Πάνος Χρονόπουλος, ο Δικηγόρος και συγγραφέας Τάσος Μαγδαληνός, ο ιατρός και ποιητής Θωμάς Λαλαπάνος, ο Δημοσιογράφος και πεζογράφος Γιάννης Καραλής, ο δικηγόρος και ιστορικός της πόλεως των Πατρών Κώστας Τριανταφύλλου κ.α.
΄Όλοι αυτοί οι φίλοι του ,αποτελούσαν τη λογοτεχνική συντροφιά της εποχής. Στις συναντήσεις τους είχαν πολλά να πούνε για κάθε νέα τους δημιουργία αλλά και να συζητήσουν για την πορεία της πνευματικής ζωής της πόλεως και της χώρας γενικότερα.
Εκεί όμως που ήταν στο κλίμα του ο Μακρυδήμας και ένοιωθε ιδιαίτερη χαρά κι αγαλλίαση ήταν όταν βρίσκονταν στο χωριό του και συναντούσε τους συντοπίτες του, αγρότες κι εργάτες της γης.
Εκεί καθότανε μαζί τους με τις ώρες ,του άρεσε η παρέα τους, του άρεσε περισσότερο να τους ακούει, παρά να μιλάει πολύ ο ίδιος.
Πάντα βέβαια είχε κάτι να τους πει γύρω από τις αγροτικές τους εργασίες, για το ξελάκκωμα της σταφίδας το σκάψιμο, το σκάλισμα ,το ράντισμα, και τον τρύγο και τη σοδιά.
Από τους ανθρώπους αυτούς του μόχθου επέλεξε και τους ήρωες των μυθιστορημάτων του. Μέσα στον κάμπο της Γαστούνης διαδραματίζονται τα γεγονότα και τα επεισόδια που περιγράφονται στα έργα του.
Μεγάλος χιουμορίστας, γλυκός συζητητής ,αργός στην εκφορά του λόγου του μα περιεκτικός και κατανοητός απόλυτα από τον συνομιλητή του, διατύπωνε τις απόψεις του και τα διανοήματά τους με σαφήνεια και πληρότητα.
Εκείνο που μισούσε περισσότερο στη ζωή του ήταν το ψέμα και η κολακεία , ήταν ο ίδιος ειλικρινέστατος.
Δεν συγχωρούσε την επιβράβευση της αδικίας και του ανίκανου, ακριβοδίκαιος όταν βαθμολογούσε τους μαθητές του, δεν βαθμολογούσε ποτέ κατά χάριν, όσοι δεν τον γνώριζαν και τολμούσαν να ζητήσουν επιείκεια στην βαθμολογία των εξετάσεων έπαιρναν την κάθετη άρνηση του. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του να βαθμολογήσει γραφτό πέρα από το βαθμό που κατά την κρίση του άξιζε, γι’ αυτό και δεν ήταν για όλους ευχάριστος.
Φορτωμένος θα λέγαμε με την σπουδαία πνευματική κληρονομιά και με τις καταβολές του μεγάλου θείου του νεοέλληνα πεζογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα ακολουθεί κι εκείνος το βηματισμό του στην πεζογραφία.
Από νωρίς εμφανίσθηκε η κλήση του στην πεζογραφία. Γράφει στις ώρες που δεν παραδίδει μαθήματα ή δεν διαβάζει. Γράφει τις αργίες και τις νύχτες, κυρίως τις νύχτες. Αισθάνεται ίσως βαρύ το φορτίο της μεγάλης κληρονομιάς και η εσωτερική του παρόρμηση δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Γράφει, όμως ποτέ δεν μιλάει για τον εαυτό του και για τα έργα του. Είναι ένας αμετανόητος μετριόφρονας που τον ενοχλούσε η προβολή και η επίδειξη.
Οι αναγνώστες της εφημερίδας των Πατρών «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» εκείνης της εποχής θα θυμούνται με ικανοποίηση τα μυθιστορήματά του «Η ΠΟΥΛΙΑ» και «Η ΑΥΓΗ» που σε συνέχειες έδωσε αριστουργηματικές εικόνες της ζωής του Ηλειακού Κάμπου, ιδιαίτερα του χωριού του Βαρθολομιού.
To πρώτο μυθιστόρημά του, «Η ΠΟΥΛΙΑ» που γλίτωσε από τις φλόγες της πυρκαγιάς της Ζακύνθου πέρα από τη δημοσίευσή του σε συνέχειες στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» μεταδόθηκε επίσης σε συνέχειες από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αμαλιάδος και αγαπήθηκε πολύ , άλλωστε τότε δεν υπήρχε τηλεόραση και το ραδιόφωνο ήταν στις δόξες του..
Μαζί με τα βιβλία και τα χειρόγραφα του κάηκε και ένα μυθιστόρημα που αγαπούσε ιδιαίτερα με τον τίτλο «ΤΟ ΤΥΧΕΡΟ ΜΟΥ ΝΟΥΜΕΡΟ»
Για την απώλεια των έργων του ο Μακρυδήμας πικράθηκε και πόνεσε σαν νάχασε κάποια από τα παιδιά του, αλήθεια , δεν είναι άραγε παιδιά κάθε δημιουργού και τα έργα του; Είναι άλλωστε εξακριβωμένο πως εάν κάποιο έργο χαθεί ή με οποιοδήποτε τρόπο εξαφανισθεί είναι αδύνατο να ξαναγίνει όπως το αρχικό γι’ αυτό και δεν επεχείρησε να το ξαναπλάσει ο δημιουργός του.
Το άλλο του μυθιστόρημα «Η ΠΟΥΛΙΑ» διαβάστηκε και αγαπήθηκε από όλες τις κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων της εποχής. Εκείνους που ιδιαίτερα συγκίνησε ήταν οι άνθρωποι του μεροκάματου και της βιοπάλης.
Πολλοί ήταν εκείνοι που του έσφιγγαν το χέρι από ικανοποίηση όταν τον συναντούσαν, του έδιναν συγχαρητήρια και τον ευχαριστούσαν για τη χαρά και τη συγκίνηση που τους προσέφερε με τα έργα του.
Πολλοί από τους μεροκαματιάρηδες της πόλης μας φτωχοί κι αδύναμοι οικονομικά είχαν γίνει συνδρομητές της εφημερίδας προκειμένου να διαβάζουν τα μυθιστορήματα του Μακρυδήμα ,για να μη χάσουν κάποια συνέχεια.
Ο ίδιος ένοιωθε ιδιαίτερη χαρά όταν πρόσφερε στο συνάνθρωπο λίγη ξεκούραση, χαρά και συγκίνηση ύστερα από μια κουραστική από τη βιοπάλη μέρα.
Ο συγγραφέας έζησε από τα νεανικά του χρόνια το μεγάλο δράμα του Έλληνα ξωμάχου. Ζυμώθηκε μαζί του και στα έργα του αποτυπώθηκε η αγάπη του στο συνάνθρωπο, στο χωρικό συνάνθρωπο, τον κτηματία, τον αγρότη γενικότερα του οποίου περιγράφει με ανεπανάληπτη επιτυχία τους καημούς και τις ανησυχίες του αλλά και τις ελπίδες του για μια καλή σοδιά που συνήθως τις περισσότερες φορές την σάρωνε ο άνεμος πάνω από τα σταφιδάλωνα.
Η κύρια ενασχόληση των συμπατριωτών του με την παραγωγή της σταφίδας, η αγωνία τους γι’ αυτή την μοναδική πηγή εσόδων, που ήταν πάντοτε εκτεθειμένη στο έλεος των καιρών και των ανέμων επηρέασε βαθιά τα έργα του και με πραγματική μαεστρία απεικονίζει χαρακτηριστικά τους τύπους του χωριού, τα πανηγύρια τους, τον καλό ή κακό γείτονα, τους γύφτους που από τότε αποτελούσαν ένα μόνιμο πρόβλημα για τους εντοπίους αλλά και ευκαιρία για πειράγματα.
Ο Μακρυδήμας ελάχιστα ή και καθόλου μπορούμε να πούμε ότι επηρεάστηκε από τον τρόπο γραφής του μεγάλου πεζογράφου, θείου του Ανδρέα Καρκαβίτσα, εκφράζεται με τη δική του αυτόνομη γραφή όσο κι αν ο θαυμασμός και η εκτίμηση για το έργο του μεγάλου θείου του είναι απεριόριστος.
Το 1964 τυπώνει από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΞΑ στην πόλη μας σ’ ένα καλαίσθητο τόμο ένδεκα διηγήματα με τον τίτλο «ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ». Είναι το μοναδικό τυπωμένο αυτοτελώς σε βιβλίο, έργο του Μακρυδήμα. Το αφιερώνει στη Μνήμη της Μητέρας του Αγγελικής και στο Μεγάλο, όπως ο ίδιος γράφει αδελφό της Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Θεώρησε χρέος του μ’ αυτό το έργο του να αποδώσει ιδιαίτερη τιμή στον μεγάλο μας πεζογράφο γι’ αυτό και στις πρώτες σελίδες του έργου παραθέτει φωτογραφία του Ανδρέα Καρκαβίτσα με τη στρατιωτική στολή που φορούσε όταν υπηρετούσε ως ιατρός του στρατού.
Επίσης προτάσσει των διηγημάτων του ένα σπάνιο μελέτημα με τον τίτλο «Το σπίτι του Καρκαβίτσα» το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο έγκυρο λογοτεχνικό περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ στις 15-10-1956.
Παρουσιάζει ακόμη, κι ένα πρωτόλειο ποίημα του Καρκαβίτσα, ίσως«παιδιάστικό του» όπως γράφει ο συγγραφέας ίσως να ήταν και η πρώτη δοκιμή της πέννας του στην ποίηση. Το ποίημα αυτό ο Γιώργος Βαλέτας συμπεριέλαβε μαζί με το μελέτημα για το σπίτι του Καρκαβίτσα, στην πεντάτομη μνημειώδη έκδοση των ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ.
Τα διηγήματά του εμφανίζουν την κλασική μορφή και δομή του είδους, είναι απολαυστικά και κρατούν σταθερά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος.
Με διαύγεια και παραστατικότητα δουλεύει και πλάθει το μύθο του , με απέριττες εικόνες της αγροτικής ζωής με λεκτικό πλούτο και αφηγηματικό ύφος ΄Έχει μια δική του ταυτότητα γραφής αποκλειστικά του Μακρυδήμα.
Σε δύο από τα διηγήματα αυτά έχει αντλήσει το θέμα τους από την αστική ζωή. Αυτά είναι ο «Μπεκροφιλόσοφος» με το απίστευτο ηθικό ξεπεσμό του ήρωα του και η μακάβρια «Κρεμάλα»,ενώ τα υπόλοιπα έχουν θέματα τα οποία έχει αντλήσει από τη ζωή του χωριού.
«Το ψέμα του Μπάρμπα Γκολφίνου » αφηγείται την πονεμένη αγάπη ενός φτωχού χωριατόπαιδου, το «Πούλημα της πουλάρας», υποδηλώνει τις συνέπειες της εξέλιξης του τεχνικού πολιτισμού με την μηχανοποίηση των πάντων. «Η εξέλαση του ανάπηρου» είναι μια σκηνή ομαδικής αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης που τόσο πολύ συνηθίζονταν στα χωριά.
«Η Χαμοκέλα της Κυρα-Βαγγελιώς», μας υποδηλώνει ότι ο συμφεροντολογικός υπολογισμός δεν έχει πάντοτε την τελευταία λέξη και το εξίσου αριστουργηματικό αφήγημα, που διαπνέεται από χιουμοριστική διάθεση «Τέσσερες Κλεφταράδες» δείχνει ότι τα ονόματα δεν ανταποκρίνονται και δεν απεικονίζουν πάντοτε τον ανθρώπινο χαρακτήρα κι όποιος δεν ένοιωσε τον πόνο είναι δύσκολο να συμπονέσει. Περισσότερο χιούμορ αποπνέει το τελευταίο διήγημα της συλλογής «Το έξυπνο παιδί»
Τα διηγήματα είναι στολισμένα με ανάλογα επιτυχημένα σκίτσα του ερασιτέχνη τότε και σήμερα καταξιωμένου σε θαλασσογραφίες ζωγράφου Ιωσήφ Ντεμίρη.
Ο Μακρυδήμας είχε διακρίνει νωρίς, από τα μαθητικά του χρόνια, το ταλέντο του Ντεμίρη και τον ενθάρρυνε να επιδοθεί στη ζωγραφική .
Αλλά ας παραθέσουμε μερικές γνώμες αναγνωστών των έργων του Μακρυδήμα που δεν είναι ακριβώς γνώμες επωνύμων κριτικών.
΄Ένας απ’ αυτούς σημειώνει: το βιβλίο του Μακρυδήμα είναι μια δίκαιη αναγνώριση της παραγνωρισμένης Ελληνικής Επαρχίας, αποδείχνει έτσι ότι το χωριό, η αγροτιά, ο κάμπος μπορεί να δώσει άφθονη έμπνευση στο λογοτέχνη που ξέρει να πλάσει το ζυμάρι της. Ο Μακρυδήμας φαίνεται άριστος, δημιουργός, πέννα γερή, ζωντανή, αληθινή γνήσια Ελληνική. Απόλυτα μας ικανοποιεί η στρωτή και παραστατικότατη γλώσσα του. Το ότι ο συγγραφέας γράφει όχι μόνο από εσωτερική ανάγκη, αλλά και για να κηρύξει την αλήθεια είναι κάτι ιδιαίτερα τιμητικό γι’ αυτόν.
Ένας άλλος αναγνώστης δηλώνει «Διαβάζοντας τους «Καημούς του Κάμπου» διαπιστώνει κανείς απ’ τις πρώτες γραμμές των διηγημάτων του πως ένα νέο βλαστάρι ξεφυτρώνει απ’ το γέρικο κι αθάνατο δεντρί μια γνήσια καταβολάδα-θα έλεγα- που τρέφεται απ’ τους χυμούς του μεγάλου θείου του Λεχαινίτη διηγηματογράφου.
Η ζωντάνια στις πλούσιες εικόνες ο διάλογος που διώχνει την ανία, οι κουβέντες του λαού, που αραδιάζονται σε καλαίσθητη δομή του λόγου, μαρτυρούν τον επιδέξιο λογοπλάστη που τον καθοδηγεί η μεγάλη μορφή του αδελφού της μητέρας του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Αλλά ας δούμε πως είδαν το έργο του Μακρυδήμα με τις κρίσεις τους επώνυμοι άνθρωποι των γραμμάτων, που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Ο Φιλόλογος Καθηγητής Κώστας Κονταξής σε ένα εκτεταμένο σημείωμά του στην εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ το 1976 γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Τη διήγηση του Μακρυδήμα διακρίνει η συντομία και η περιεκτικότητα, η ζωντάνια κι ευθυβολία της παραστατικής λέξης. Στα περιγραφικά σημεία είναι έκδηλη η σκηνογραφική αρετή του συγγραφέα που του επιτρέπει με άνεση να τονίζει απαραίτητες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και να πετυχαίνει έτσι να δημιουργεί και να υποβάλλει την «οικεία ατμόσφαιρα» χρωματίζοντας το τοπίο κατά τρόπο ασφαλή. Στα διαλογικά μέρη όπου υπάρχει και συγκεντρώνεται κατά κύριο λόγο η κίνηση, η ζωή και η δράση, φέρνει κάτι από την αμεσότητα και ουσιαστικότητα από την καυτερή αίσθηση της ζωής του Ηλειακού κάμπου. Η γλώσσα του αληθινά δουλεμένη και φτιαγμένη από γνήσια υλικά της γλώσσας του λαού οικοδομεί ένα ύφος αφηγηματικό στέρεο και έντονα προσωπικό.»
Ο Ιατρός-Λογοτέχνης Πάνος Χρονόπουλος σε κριτικό του σημείωμα στην εφημερίδα ΗΜΕΡΑ γράφει μεταξύ των άλλων και τα εξής: « Όλα τα διηγήματα του Μακρυδήμα διαποτίζει μια βαθιά συμπόνια για το φτωχό τον τυραγνισμένο χωρικό με όλα τα προτερήματα και τις ατέλειες, πάντα όμως με τα πόδια στερεωμένα στη γη ν’ αντιμετωπίσει μ’ εγκαρτέρηση τη μοίρα του. Με διαύγεια και παραστατικότητα πλάθει το μύθο του έστω από δυο φράσεις που άκουσε τυχαία από κάποιον. Δεν υπάρχουν στο βιβλίο προβληματισμοί ούτε μοντέρνες ψυχολογικές, φροϋδικές αναλύσεις. Απέριττες εικόνες της αγροτικής ζωής με λεκτικό πλούτο κι αφηγηματικό ύφος που αν δεν είναι άρτιο σ’ όλα τα σημεία δεν παύει να έχει τη σφραγίδα του συγγραφέα είτε δραματικό είναι είτε κοινωνικού ή κωμικού περιεχομένου ή απλή ηθογραφία.»
Ο Δικηγόρος και Ιστορικός της πόλεως των Πατρών Κώστας Τριανταφύλλου σε κριτικό του σημείωμα στην εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ» σημειώνει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο Μακρυδήμας αναδεικνύεται αξιόλογος και προικισμένος με ισχυρό τάλαντο πεζογράφος, στο πρόσωπό του συνεχίζεται ακμαία η λογοτεχνική οικογενειακή παράδοσις του Καρκαβίτσα.»
Ο Δημοσιογράφος –Πεζογράφος και κριτικός Γιάννης Καραλής σε σημείωμα του στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» σημειώνει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Γνήσιος αφηγητής ο Γεράσιμος Μακρυδήμας έμεινε πιστός στα χώματα της πατρίδας του. Στον Ηλειακό Κάμπο. Αφουγκράστηκε τους καημούς και τους μόχθους των ταπεινών ανθρώπων που σκύβουν ολημερνά πάνω στο ζεστό χώμα και αποκρυπτογράφησε στοχασμούς και επιθυμίες μαράζια και κρυφοχαρές. Με την τέχνη του φωτογράφησε τη ζωή και την ιστόρησε κατοπινά τίμια και με ειλικρίνεια. Κληρονομικότητα ωραίας αφηγηματικής τέχνης την κράτησε με προσοχή μακριά από κάθε ξενόφερτη μανιέρα, έμεινε Ελληνικός πέρα για πέρα. Ζωντανή η γλώσσα κυλάει καταπώς το νερό πάνω στη χλόη. Δεν πειραματίζεται με «Σχολές». Δεν προχωράει στους απύθμενους κόσμους της ατομικής συνειδήσεως. Δεν ψυχογραφεί διηγείται. Με όλη την ειλικρίνεια του παραμυθά που δεν θέλει ν’ αναστήσει μια μακρινή ωραία ζωή. Το έργο του είναι μια αξιόλογη προσφορά στα γράμματα, στέκεται στο είδος της ηθογραφικής πεζογραφίας θαυμάσια και επαινετά.»
Ο Ιατρός-Ποιητής Θωμάς Λαλαπάνος σε σημείωμά του μεταξύ άλλων γράφει:
«Λυρικός στην αφήγησή του με εικόνες που γοητεύουν, με φράσεις σφιχτοδεμένες, ξέρει καλά να γράφει και να παρασέρνει εύκολα τον αναγνώστη απ’ την αρχή κι όλας που θα ανοίξει το βιβλίο του. Μεταχειρίζεται μια στρωτή και λαγαρή γλώσσα και δεν σε ξαφνιάζει που συναντάς μέσα και μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, τουναντίον μάλιστα κι εκείνες βοηθούν πιο πολύ στην κατανόηση και τη ζωντάνια της επαρχιακής ζωής. Ο Μακρυδήμας έδειξε πως έχει δυνατό και πηγαίο το ταλέντο του.»
Ο Ηλείος Λογοτέχνης , Τάκης Δόξας σε σημείωμά του στην εφημερίδα «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ» για το έργο του Μακρυδήμα γράφει τα εξής:
«Ο Μακρυδήμας έχει την εμπειρία και τη δύναμη να καθαρογράφει όλες του τις αρετές και να προκαλέσει τα ανάλογα ρίγη κάνοντας συνάμα τόσο συμπαθητικό και τον κόσμο της κωμόπολης ή της αγροτιάς που ερμηνεύει τις έγνοιες του, τις αδυναμίες και τα παθήματά του.»
Η Γιώτα Παπαγγελούτσου, η γνωστή Εύα της εφημερίδας «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» γράφει τα εξής «Το βιβλίο του Μακρυδήμα έχει το χαρακτήρα της φυλής μας και του περιβάλλοντος κάμπου που τονίζει τόσο ωραία τις ψυχικές μεταμορφώσεις του παιδιού. ΄Έχει όμως και κάτι σπουδαιότερο ακόμα το σεβασμό της παράδοσης που συνδέεται με την κίνηση όλων ανεξαιρέτως των εποχών. Ας δούμε όμως λίγο και η γλωσσική δομή του έργου του Μακρυδήμα. Εκεί που θα σταθώ κάπως ιδιαίτερα γιατί διαπίστωσα κάτι που ακριβώς διαπίστωσαν όλοι σχεδόν οι κριτικοί του έργου του.
Ο Μακρυδήμας χρησιμοποιεί στο έργο του συνολικά τη λαϊκή γλώσσα με δεξιοτεχνία και γλωσσοπλαστικές καινοτομίες. Είναι γλώσσα αληθινή και πηγαία κι έχει έκδηλο το ανεπιτήδευτο χρώμα του τοπικού ιδιώματος ώστε να μπορώ να χαρακτηρίσω το έργο του σα γλωσσικό ντοκουμέντο για το τοπικό ιδίωμα της περιοχής του Ηλειακού Κάμπου.
Με τη φοβερή ανάπτυξη της επικοινωνίας τα τοπικά ιδιώματα σιγά-σιγά υποχωρούν και συγχωνεύονται στην πανελλήνια αστική δημοτική γλώσσα. Έργα σαν του Μακρυδήμα που φυλάνε το γλωσσικό πλούτο της λαλιάς του χωριού είναι πολύτιμα. Λέξεις όπως ταβουλιτζής, ο μεχτέρης, ο κωλοβελόνης, το μάμαλο, ο πρωτολάτης, ο μασκαλιάρης, η κατσιμπούλα, το καβουρομάτιασμα, το λασποκύλλι, ο λασπίτης, η σκορδοβραγιά δεν είναι μόνο οι αρμόζουσες για να προσδιορίσουν την αντίστοιχη έννοια, αλλά και υλικό του γλωσσικού θησαυρού της λαϊκής μας γλώσσας που πρέπει να φυλαχτεί και μελετηθεί, όπως τα άλλα φανερώματα της λαϊκής τέχνης και ψυχής».
Ο Γυμνασιάρχης και συγγραφέας Νώντας Σακελλαρόπουλος σε μια αναφορά μνήμης του Μακρυδήμα στις σαράντα μέρες από το θάνατό του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά:
«Ο Μακρυδήμας πέρασε πολλές μπόρες και δύσκολες στιγμές στη ζωή του. Μόχθησε, κουράστηκε, υπέφερε, καταδιώχτηκε , πικράθηκε ιδιαίτερα με την τελευταία περιπέτειά του, όταν μπήκε σε διαθεσιμότητα από τη Χούντα και τα τσιράκια της. Πάντα μου έλεγε το παράπονό του, «Τι κακό έκανα εγώ στους ανθρώπους ; ποιόν έβλαψα; Τι χρωστάει η οικογένεια μου να πληρώσει;» Aυτά και άλλα ερωτηματικά τον βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό. Η μεταπολίτευση τον δικαίωσε και επανήλθε τιμημένος στην υπηρεσία. Μα δεν άντεξε, η υγεία του είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα και παραιτήθηκε. Είχε αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια ο Μακρυδήμας και αντιμετώπιζε με θάρρος τις δύσκολες στιγμές και είναι άξιος τιμής και σεβασμού γιατί στα χρόνια της χουντοκρατίας κράτησε το κεφάλι ψηλά δεν λύγισε και δεν υποτάχθηκε όπως ταιριάζει σε κάθε πνευματικό άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του.
Ο θάνατός του άφησε μεγάλο κενό στο χώρο των γραμμάτων της Ηλείας και του Ηλειακού κάμπου που με τόσο πάθος ύμνησε και τραγούδησε»
Τη δική μας πρόταση να αποδοθεί τιμή στη μνήμη του σημαντικού Ηλείου πνευματικού δημιουργού τη διατυπώσαμε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Δήμο Βαρθολομιό να φροντίσει να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν σε αυτοτελή βιβλία τα έργα του «Η ΠΟΥΛΙΑ» και «Η ΑΥΓΗ» μυθιστορήματα του που παραμένουν στις σελίδες της εφημερίδας «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» αναξιοποίητα και εντελώς άγνωστα στο λαό της Ηλείας και ιδιαίτερα του Κάμπου της Γαστούνης που τόσο ο ίδιος ο συγγραφέας αγάπησε και τίμησε.
Ευχόμαστε η πρότασή μας να γίνει αποδεκτή. Η υλοποίησή της θα αποτελέσει τιμή για τη γενέτειρά του και τη Δημοτική της Αρχή πρώτα και ύστερα για τον ίδιο το συγγραφέα.

Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου